-
1 αναπολόγητος
-
2 ἀναπολόγητος
-
3 αναπολογητος
-
4 ἀναπολόγητος
ἀναπολόγητος, ον (s. ἀπολογέομαι; Polyb. 29, 10, 5; Dionys. Hal. 7, 46; Plut., Brut. 1006 [46, 2]; Cicero, Ad Att. 16, 7 et al.; Jos., C. Ap. 2, 137; Just., A I, 3, 5; cp. 28, 3) without excuse, inexcusable (Polyb. 12, 21, 10; Dio Chrys. 2, 39) εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους so that they are without excuse Ro 1:20; ἀ. εἶ 2:1.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀναπολόγητος
-
5 αναπολόγητος
η, ο [ος, ον ]1) не получивший возможности высказаться, защититься, оправдаться (об обвиняемом); 2) озадаченный, смущённый; -
6 ἀναπολόγητος
{прил., 2}непростительный, неизвинительный, не имеющий оправдания или права возражать или возмущаться (Рим. 1:20; 2:1).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀναπολόγητος
-
7 αναπολόγητος
{прил., 2}непростительный, неизвинительный, не имеющий оправдания или права возражать или возмущаться (Рим. 1:20; 2:1).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αναπολόγητος
-
8 ἀναπολόγητος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναπολόγητος
-
9 ἀναπολόγητος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναπολόγητος
-
10 ἀναπολόγητος
ἀναπο-λόγητος, ον,A inexcusable, Plb.12.21.10, Ep.Rom.1.20, 2.1; undefended,τινὰ ἐάσειν D.Chr.2.39
, cf. Eun.VSp.489 B.; without making a defence, D.H.7.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπολόγητος
-
11 ἀναπολόγητος
ἀν-απο-λόγητος, nicht verteidigt, nicht zu verteidigen; unfähig, sich zu verteidigen -
12 αναπολόγητος
ifadesi alınmadan -
13 αναπολογήτως
-
14 ἀναπολογήτως
-
15 αναπολόγητον
ἀναπολόγητοςinexcusable: masc /fem acc sgἀναπολόγητοςinexcusable: neut nom /voc /acc sg -
16 ἀναπολόγητον
ἀναπολόγητοςinexcusable: masc /fem acc sgἀναπολόγητοςinexcusable: neut nom /voc /acc sg -
17 αναπολογήτοις
-
18 ἀναπολογήτοις
-
19 αναπολογήτου
-
20 ἀναπολογήτου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀναπολόγητος — inexcusable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπολόγητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν απολογήθηκε: Κανένας δεν πρέπει να καταδικάζεται αναπολόγητος. 2. αυτός που δεν μπορεί να απολογηθεί, αδικαιολόγητος: Άκουσε αναπολόγητος τις κατηγορίες της γυναίκας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπολόγητος — η, ο (Α ἀναπολόγητος, ον) [ἀπολογοῡμαι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν απολογήθηκε ή δεν έχει τη δύναμη να απολογηθεί 2. αυτός που απέμεινε άναυδος, αποσβολωμένος, σαστισμένος αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται απολογία, ο αδικαιολόγητος … Dictionary of Greek
ἀναπολογήτως — ἀναπολόγητος inexcusable adverbial ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολόγητον — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem acc sg ἀναπολόγητος inexcusable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολογήτοις — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολογήτου — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολογήτους — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολογήτων — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολογήτῳ — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολόγητα — ἀναπολόγητος inexcusable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)