Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αναπληρώνω

См. также в других словарях:

  • αναπληρώνω — αναπληρώνω, αναπλήρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… …   Dictionary of Greek

  • αναπληρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. συμπληρώνω κάτι που λείπει ή αντικατασταίνω κάτι ή κάποιον με άλλο: Αναπληρώνει τις άλλες ελλείψεις του με την εργατικότητα και την ευσυνειδησία του. 2. εγώ ο ίδιος αντικατασταίνω κάποιον άλλον: Αναπληρώνω το διευθυντή που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικαθιστώ — κ. αντικατασταίνω (AM ἀντικαθίστημι, ιων. τ. κατίστημι) 1. βάζω κάτι ή κάποιον στη θέση άλλου, αναπληρώνω νεοελλ. αναπληρώνω ο ίδιος κάποιον αρχ. 1. τοποθετώ κάτι εναντίον κάποιου, αντιτάσσω 2. συμπληρώνω 3. επαναφέρω 4. ανασυντάσσω …   Dictionary of Greek

  • συνεξαναπληρώ — όω, Α αναπληρώνω μαζί ή ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαναπληρῶ «αναπληρώνω τελείως, συμπληρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • αναγεμίζω — 1. γεμίζω εκ νέου, ξαναγεμίζω 2. αναπληρώνω, συμπληρώνω κάποιο κενό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γεμίζω. ΠΑΡ. αναγέμιση] …   Dictionary of Greek

  • αναγεμώνω — 1. γεμίζω εκ νέου, αναπληρώνω κάποιο κενό 2. (αμτβ.) γεμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γεμώνω] …   Dictionary of Greek

  • ανασηκώνω — (Α ἀνασηκῶ, όω) 1. σηκώνω προς τα επάνω, ανυψώνω 2. (για πράγματα) παίρνω κάτι από κάτω, σηκώνω 3. παραπλανώ, ξελογιάζω αρχ. προσθέτω όσο βάρος λείπει, γίνομαι αντισήκωμα, αναπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σηκώ «ζυγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ανασήκωμα,… …   Dictionary of Greek

  • ανταναπληρώ — ἀνταναπληρῶ ( όω) (Α) αναπληρώνω, αντικαθιστώ …   Dictionary of Greek

  • αντικαταλλάσσομαι — ἀντικαταλλάσσομαι κ. ττομαι (Α) 1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο 2. δέχομαι κάτι ως αντάλλαγμα 3. αντικαθιστώ, αναπληρώνω 4. συνδιαλ λάσσομαι, συμφιλιώνομαι …   Dictionary of Greek

  • αρχηγεύω — 1. είμαι αρχηγός 2. αναπληρώνω τον αρχηγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»