-
1 αναξιόπιστος
[анаксиопистос]εκ. недостоверный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναξιόπιστος
-
2 ненадёжность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ненадёжность
-
3 малодостоверный
малодостоверныйприл ἀναξιόπιστος, ἀπίθανος. -
4 малонадежный
малонадежныйприл (о человеке) ἀναξιόπιστος, πού δέν μπορείς νά του ἐχεις ἐμπιστοσύνη. -
5 некредитоспособный
некредитоспособн||ыйприл ἀνα-ξιόχρεος, ἀναξιόπιστος. -
6 ненадежный
ненадежн||ыйприл1. ἐπισφαλής, ἀκ-ροσφαλής, ἐΰθραυστος / ἄστατος, ἀσταθής (неустои́чивый)/ ἀβέβαιος, ἀμφίβολος (сомнительный):\ненадежныйая память τό κακό μνημονικό·2. (о человеке) ἀναξιόπιστος. -
7 сомнительный
сомни́тельн||ыйприл1. ἀμφίβολος, ἀβέβαιος (недостоверный)/ προβληματικός (проблематичный)·2. (подозрительный) ὕποπτος, ἀμφίβολος, ἀναξιόπιστος:\сомнительныйая репутация ἡ ἀμφίβολη ὑπόληψη· иметь дело с \сомнительныйыми людьми́ ἔχω σχέσεις μέ ὑποπτα πρόσωπα·3. (двусмысленный) διφορούμενος, ἀμφίβολος:\сомнительный комплимент ἡ διφορούμενη φιλοφρόνηση· платок \сомнительныйой чистоты μαντήλι ἀμφιβόλου καθαριότητος. -
8 малодостоверный
[μαλαντασταβιέρνυϊ] εκ. αναξιόπιστος -
9 малодостоверный
[μαλαντασταβιέρνυϊ] επ αναξιόπιστος -
10 малодостоверный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноλίγο αξιόπιστος• αναξιόπιστος•-ое известие λίγο αξιόπιστη (μη έγκυρη) είδηση.
-
11 малонадёжный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноαναξιόπιστος, αβάσιμος, μη σίγουρος. -
12 ненадёжный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. αβάσιμος αναξιόπιστος, αβέβαιος• ασταθής•-ые сведения αβάσιμες (αναξιόπιστες) πληροφορίες.
2. επισφαλής, ακροσφαλής, επίφοβος. -
13 неплатёжеспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -оαναξιόχρεος αναξιόπιστος.
См. также в других словарях:
ἀναξιόπιστος — unworthy of credit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξιόπιστος — η, ο (Μ ἀναξιόπιστος, ον) αυτός που δεν αξίζει να γίνει πιστευτός νεοελλ. αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για συναλλαγές, ο μη φερέγγυος, αφερέγγυος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀξιόπιστος. ΠΑΡ. νεοελλ. αναξιοπιστία] … Dictionary of Greek
αναξιόπιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης: Η μαρτυρία του είχε κριθεί από το δικαστήριο αναξιόπιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναξιόπιστον — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem acc sg ἀναξιόπιστος unworthy of credit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιοπιστότεροι — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιοπίστοις — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιόπιστα — ἀναξιόπιστος unworthy of credit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιόπιστοι — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξιοπιστία — η 1. το να είναι κανείς αναξιόπιστος, να μη θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός 2. το να μη θεωρείται κανείς άξιος για εμπορικές συναλλαγές, για πιστώσεις, η αφερεγγυότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό … Dictionary of Greek
άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που … Dictionary of Greek