-
1 государь
госуда́||рьм ист. ὁ βασιλεύς, ὁ ἄναξ, ὁ κυρίαρχος / ὁ κύριος (в обращении)· милостивый \государь (в обращении) уст. ἀξιότιμε κύριε. -
2 король
корольм ὁ βασιληάς, ὁ βασιλεύς, ὁ ἄναξ / ὁ ρήγας (в картах)! ὁ βασιληάς (στό σκάκι) (в шахматах). -
3 повелитель
повелительм ὁ κυρίαρχος, ὁ ἡγεμών / ὁ ἄναξ (монарх). -
4 венценосец
-сца, α.παλ. εστεμμένος, άναξ, μονάρχης. -
5 властелин
-а α.(υψ. ύφος) μονοκράτορας, μονάρχης, άναξ. || κύριος, αφέντης•своей судьбы κύριος της τύχης του.
-
6 государь
-я α.άναξ, άρχων, βασιλιάς. || παλ. αφέντης, κύριος.εκφρ.милостивый государь ή государь мой – παλ. μεγάθυμε, μεγαλόψυχε. -
7 повелитель
-я α.-ница, -ы θ.αρχή γ έτη ς, ηγήτορας, αρχηγός, ταγός, ιθύνων, καθηγεμό-νας• άναξ.
См. также в других словарях:
ἅναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄναξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄναξ — lord masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
'ναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὦναξ — Ἄναξ , Ἄναξ masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Anax [1] — Ἄναξ, ακτος, ein gemeiner Beynamen des Apollo, welcher von ἆκος, Hülfe oder Cur herkommen soll, weil er dem Bösen, als ein Gott der Arzeney abhelfen soll. Gyrald. Synt. VII. p. 237 … Gründliches mythologisches Lexikon
ἀνακτόρων — ἄναξ lord masc gen pl ἀνάκτορον king s dwelling neut gen pl ἀνάκτωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνάκτεσιν — Ἄναξ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)