-
1 ανανεώνω
[ананэоно] р. возобновлять, омолаживать, улучшать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανανεώνω
-
2 возобновлять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возобновлять
-
3 обновлять
ανανεώνω, ανακαινίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обновлять
-
4 освежать
освеж||атьнесов1. ἀναψύχω, δροσίζω, φρεσκάρω/ ἀερίζω (проветривать):дождь \освежатьает воздух ἡ βροχή δροσίζει τήν ἀτμόσφαιρά2. (возвращать бодрость) ἀναζωογονώ, ξεκουράζω:прогулка всегда \освежатьает меня ὁ περίπατος πάντα μέ ξεκουράζει·3. (в памяти) ξαναθυμίζω/ ἀνα-νεῶ, ἀνανεώνω (обновлять):\освежать свои́ знания ἀνανεώνω τις γνώσεις μου·4. (вводить в состав новых людей) разг ἀνανεώνω, ἀνανεω. -
5 возобновить
возобновить, возобновлять ανανεώνω, έπα ναλα βαίνω· во зобновить переговоры επαναλαβαίνω τις. διαπραγματεύσεις* * *= возобновлятьανανεώνω, έπαναλαβαίνωвозобнови́ть перегово́ры — επαναλαβαίνω τις διαπραγματεύσεις
-
6 обновить
обновить, обновлять ανακαινίζω, ανανεώνω* αναστηλώνω (восстанавливать)* * *= обновлятьανακαινίζω, ανανεώνω; αναστηλώνω ( восстанавливать) -
7 освежать
освежать, освежить 1) δροσίζω 2) трен. ανανεώνω \освежаться δροσίζομαι* * *= освежить1) δροσίζω2) перен. ανανεώνω -
8 возобновить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -вленный, βρ: -лен, -лена, -лено, ρ.σ.μ.1. επαναλαβαίνω, ξαναρχίζω, επαναρχίζω, διεξάγω εκ νέου, ξανά•переговоры -лись οι διαπραγματεύσεις (συνομιλίες) ξανάρχισαν.
2. ανανεώνω, αποκατασταίνω εκ νέου, επανορθώνω, ανακαινίζω•возобновить живопись ανανεώνω τη ζωγραφιά.
ξαναρχίζω, επαναρχίζω, επαναλαμβάνομαι•после каникул -лись занятия μετά τις διακοπές ξανάρχισαν τα μαθήματα.
-
9 обновить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обновленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.1. ανανεώνω, ανακαινίζω• (ξανα)καινουργώνω ή φρεσκάρω. || αναπαρασταίνω. || μτφ. αναγεννώ, αναζωογονώ.2. αντικατασταίνω με νέο•обновить репертуар ανανεώνω το ρεπερτόριο.
3. ντύνω, φορώ για πρώτη φορά, εγκαινιάζω•обновить пальто πρωτοφορώ το πανωφόρι•
обновить лыжи εγκαινιάζω τα σκι.
ανανεώνομαι, ανακαινίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
10 воспроизводить
1. (создавать вновь) αναπαράγω, ανανεώνω 2. (повторять что-л. в точности) αναπαράγω, ανατυπώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воспроизводить
-
11 документ
1. (деловая бумага) το έγγραφ/οпогрузочные - ы см. грузовые - ы2. (письменное удо-стоведение) το πιστοποιητικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > документ
-
12 запись
1. (процесс, результат) η εγγραφήголографическая - ολογραφική -, τοολόγραμμα2. вчт. η εγγραφή, η καταγραφή* автоматическая - αυτόματη - 3. (напр в журнале) η εγγραφή 4. (система записи) (чисел) ηπαράσταση (των αριθμών)сокращённая - (слов) η συντομογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запись
-
13 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
14 контракт
το συμβόλαι/ο, το συμφωνητικό, η σύμβαση- без оговоренного срока действия η ανοικτή σύμβαση (της οποίας ορισμένοι όροι έχουν αφεθεί ακαθόριστοι)действительный - η έγκυρη/νόμιμη σύμβασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контракт
-
15 освежать
1. (обновлять) ανανεώνω 2. (делать свежим, охлаждать) δροσίζω, τονώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освежать
-
16 отношение
1. (мат) η σχέση, ο λόγοςдвучленное - διθέσια/διμελής -дисковое - (гребного винта) мор. - (της ανεπτυγμένης) επιφάνειας της έλικας (προς την επιφάνεια του δίσκου)шаговое - (гребного винта) мор. - του βήματος (της έλικας) (προς τη διάμετρο)2. (пропорция) η αναλογία, η σχέσηв процентном - ии σε - επί τοις εκατόν (%)3. (взаимная связь, зависимость разных величин, предметов, явлений, соотношение между чем-л.) η σχέσηиметь - έχει σχέση, σχετίζεται με..4. -ия мн. (связь между кем-л., образующаяся из общения на какой-л. почве) οι σχέσειςтемпоральные - лингв. χρονικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отношение
-
17 перетачивать
(ξανα)τορνίρω- клапан (авто) τροχίζω/τορνίρω τη βαλβίδα, ανανεώνω την όψη της βαλβίδαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перетачивать
-
18 возобновлять
возобновлятьнесов ξαναρχίζω, ἀνανεώνω, ἐπαναλαμβάνω:\возобновлять беседу (работу) ξαναρχίζω τή συζήτηση (τή δουλειά)· \возобновлять переговоры ἐπαναλαμβάνω τίς διαπραγματεύσεις· \возобновлять связь (дружбу, знакомство) ἀποκαθιστώ τίς σχέσεις (φιλία, γνωριμία). -
19 обновлениеять
обновление||ятьнесов1. ἀνανεώνω, ἀνακαινίζω·2. (реставрировать) ἐπισκευάζω, ἀναστηλώνω·3. (надевать, употреблять в первый раз) разг πρωτοφορώ, πρωτοβάζω, δοκιμάζω πρώτη φορά. -
20 подновить
подновитьсов, подновлять несов ἀνανεώνω, ξανακαινουργωνω, ἐπιδιορθώνω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανανεώνω — ανανεώνω, ανανέωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανανεώνω — (Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ ( όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι πάλι νέο, τού ξαναδίνω ισχύ, τό επαναλαμβάνω εκ νέου νεοελλ. 1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, τό παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω 2. αντικαθιστώ κάτι… … Dictionary of Greek
ανανεώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ανακαινίζω: Ανανέωσε την ηλεκτρική εγκατάσταση του σπιτιού. 2. επαναλαμβάνω: Ανανέωσε την υπόσχεσή του. 3. παρατείνω: Πήγε να ανανεώσει το γραμμάτιο. 4. παίρνω κάτι καινούριο σε αντικατάσταση παλιού: Πρέπει να ανανεώσω το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσκαινώ — όω, Α ανανεώνω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καινῶ «μεταβάλλω, αλλάζω, ανανεώνω»] … Dictionary of Greek
αερίζω — (Α ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω) νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό 2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον 3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου 4. (απροσ.) αερίζει φυσά ελαφρά,… … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
αναδανείζω — δανείζω εκ νέου, ανανεώνω παλαιότερο δάνειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δανείζω. ΠΑΡ. αναδανεισμός. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον φιλόλογο και ιστορικό Γεώργιο Κωνσταντινίδη τον Μακεδόνα το 1889] … Dictionary of Greek
αναζωπυρώνω — (Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω) κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ ( έω) < ἀνα * + ζωπυρῶ ( έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω … Dictionary of Greek
ανακαινίζω — (Α ἀνακαινίζω) μσν. νεοελλ. 1. κάνω και πάλι καινούργιο κάτι που πάλιωσε, ανανεώνω, επισκευάζω 2. (για ναούς) ανοικοδομώ νεοελλ. μεταρρυθμίζω προς το καλύτερο, βελτιώνω αρχ. μσν. κάνω κάτι να αναβιώσει, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ανακαινοποιώ — ( έω) (Α ἀνακαινοποιῶ) ανανεώνω, ανακαινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + καινοποιῶ] … Dictionary of Greek
ανακαινουργώ — ( έω) (Μ ἀνακαινουργῶ) [καινουργῶ] ξανακάνω κάτι καινούργιο, ανανεώνω, ανακαινίζω … Dictionary of Greek