-
1 αναμφισβήτητος
[анамфисвититос] εκ. бесспорный, неоспоримый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναμφισβήτητος
-
2 бесспорный
-
3 неоспоримый
неоспоримыйприл ἀναμφισβήτητος, ἀδιαφιλονίκητος, ἀναντίρρητος, ἀκαταμάχητος:\неоспоримый факт τό ἀναμφισβήτητο γεγονός· \неоспоримый доиод τό ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα -
4 непреложный
непреложн||ыйприл ἀπαράβατος / ἀναμφισβήτητος, ἀδιαφιλονίκητος (неоспоримый):\непреложный зако́и ἀπαράβατος νόμος· \непреложныйая и́стииа ἡ ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια -
5 непререкаемый
непререкаемыйприл ἀναμφισβήτητος (неоспоримый)/ κατηγορηματικός (не допускающий возражений):\непререкаемый авторитет τό ἀναμφισβήτητο κύρος· \непререкаемый тон τό κατηγορηματικό ὕφος. -
6 несомненный
несомненн||ыйприл ἀναμφίβολος, ἀναμφισβήτητος, σίγουρος, -
7 положительный
положительн||ыйприл в разн. знач. θετικός, ἀναμφισβήτητος, βέβαιος:\положительныйый ответ ἡ καταφατική (или θετική) ἀπάντηση· \положительныйый по́люс физ. ὁ θετικός πόλος· \положительныйый герой (в литературном произведении) ὁ θετικός ήρωας· \положительныйая степень гран. ὁ θετικός βαθμός· \положительныйый человек ὁ θετικός ἀνθρωπος. -
8 неоспоримый
[νιασπαρίμυϊ] εκ. αναμφισβήτητος -
9 непререкаемый
[νιπριρικάιμυΐ] εκ. αναμφισβήτητος, κατηγορηματικός -
10 неоспоримый
[νιασπαρίμυϊ] επ αναμφισβήτητος -
11 непререкаемый
[νιπριρικάιμυϊ] επ αναμφισβήτητος, κατηγορηματικός -
12 беспрекословный
επ. βρ: -вен, -вна, -вноαναντίρρητος, αναντίλεκτος, αναμφισβήτητος•-ое подчинение αναντίρρητη (τυφλή) υποταγή.
-
13 бесспорный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноαδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος, ασυζήτητος•-ая истина αναμφισβήτητη αλήθεια.
-
14 неопороченный
επ.χωρίς ελαττώματα, ακηλίδωτος, άσπιλος, ανεπϊληπτος. || αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος. -
15 неопровержимый
επ., βρ: -жим, -а, -оαδιάψευστος; αναμφισβήτητος• ακαταμάχητος, ατράνταχτος•-ые доказательства αδιάψευτες-μαρτυρίες•
-ые доводы ατράνταχτα επιχειρήματα.
-
16 неоспоримый
επ., βρ: -рим, -а, -оαναμφισβήτητος, αναντίρρητος, αδιαφιλονίκητος•-факт αναμφισβήτητο γεγονός•
-ая истина αδιαφιλονίκητη αλήθεια.
-
17 непреложный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноαπαράβατος, απαραβίαστος•непреложный закон απαράβατος νόμος..
αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος, αναντίρρητος•-ая йстина αδιαμφισβήτητη αλήθεια.
-
18 непререкаемый
επ., βρ: -каем, -а, -оαναντίρρητος, αναντίλεκτος, αναμφίλογος• αναμφισβήτητος•непререкаемый авторитет αναμφισβήτητο κύρος•
говорить -ым тоном μιλώ με κατηγορηματικό τόνο.
-
19 несомненный
επ., βρ: -ннен, -ненна, -о; αναμφίβολος, αναμφισβήτητος σίγουρος•несомненный ус-пх αναμφίβολη επιτυχία•
-ая истина αναμφισβήτητη αλήθεια.
-
20 определённый
επ. από μτχ.1. ορισμένος, καθορισμένος•встртиься в определённый час συναντιέμαι στην καθορισμένη ώρα.
2. αδρός, ζωηρός (για χαρακτηριστικά προσώπου).3. σαφής, ξεκάθαρος, ευκρινής•он не дал -ого ответа αυτός δεν απάντησε ξεκάθαρα.
4. ορισμένος κάποιος•в -ых условиях σε ορισμένες συνθήκες•
в -ых случаях σε ορισμένες περιπτώσεις•
это определённый успех αυτό είναι κάποια επιτυχία.
5. φανερός, ολοφάνερος, οφθαλμοφανής, εξόφθαλμος. || αναμφίβολος, αναμφισβήτητος.εκφρ.определённый член – (γραμμ.) το οριστικό άρθρο (ο, η, το).
См. также в других словарях:
ἀναμφισβήτητος — undisputed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμφισβήτητος — η, ο (Α ἀναμφισβήτητος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, αναντίρρητος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν φιλονικεί, δεν λογομαχεί 2. «ἀναμφισβήτητος χώρα», θέση ορισμένη, γνωστή … Dictionary of Greek
αναμφισβήτητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αμφισβητιέται, αδιαφιλονίκητος: Ήταν πια ο αναμφισβήτητος κύριος της περιουσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναμφισβητήτως — ἀναμφισβήτητος undisputed adverbial ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβήτητον — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc sg ἀναμφισβήτητος undisputed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητητότερα — ἀναμφισβήτητος undisputed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητητότεραι — ἀναμφισβήτητος undisputed fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτοις — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτου — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτους — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτων — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)