-
1 αναμορφωτικός
[анаморфотикос]εκ. преобразовательный, реформаторский,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναμορφωτικός
-
2 исправительный
επανορθωτικός, σωφρονιστικός, αναμορφωτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исправительный
-
3 воспитательный
воспи́т||ательныйприл παιδαγωγικός, ἀναμορφωτικός, διαπαιδαγωγητικός, διδακτικός. -
4 исправительный
επ.επανορθωτικός, σωφρονιστικός, αναμορφωτικός•-ые меры σωφρονιστικά μέτρα•
-ое заведение αναμορφωτήριο•
-ое наказание επανορθωτική ποινή.
См. также в других словарях:
αναμορφωτικός — ή, ό [αναμορφώ] 1. ο σχετικός με την αναμόρφωση* 2. αυτός που επιφέρει ή επιδιώκει αναμόρφωση … Dictionary of Greek
αναμορφωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο κατάλληλος, ο ικανός για αναμόρφωση: Για τα παραστρατημένα παιδιά έγινε το λεγόμενο «Αναμορφωτικό Ίδρυμα». 2. στη φυσική «αναμορφωτικό κάτοπτρο» ή «αναμορφοσκόπιο» λέγεται το κάτοπτρο που ξαναφέρνει στην πραγματική τους μορφή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Neoi Epivates F.C. — Football club infobox clubname = Neoi Epivates fullname = P.A.O. Neoi Epivates Football Club founded = 1928 ground = Neoi Epivates Stadium Neoi Epivates capacity = unknown chairman = flagicon|Greece unknown manager = flagicon|Greece unknown… … Wikipedia
P.A.O.N.E. — PAONE Full name Panathlitikos Anamorfotikos Omilos Neon Epivaton Founded 1928 Ground Neoi Epivates Stadium Neoi Epivates (Capacity: 990) … Wikipedia
ανακαινιστικός — ή, ό αυτός που αρμόζει ή ρέπει στην ανακαίνιση ή αυτός που τήν προκαλεί, μεταρρυθμιστικός, αναμορφωτικός, ριζοσπαστικός, νεωτεριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αναμορφωτήριος — ια, ιο 1. αυτός που συντελεί στην αναμόρφωση, ο αναμορφωτικός 2. το ουδ. ως ουσ. το αναμορφωτήριο ίδρυμα για ειδική εκπαίδευση και σωφρονισμό ανηλίκων που έχουν παρεκτραπεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον γιατρό Σπ.… … Dictionary of Greek
αναμορφώνω — (Α ἀναμορφῶ, όω) σχηματίζω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι τροποποιώντας μερικά ή όλα τα σημεία του, ανασχηματίζω, μεταμορφώνω, ανακαινίζω (Εκκλ.) αναζωογονώ ηθικά ή πνευματικά, αναγεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μορφῶ, μορφώνω. ΠΑΡ. αναμόρφωση (… … Dictionary of Greek