Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αναμετρώ

См. также в других словарях:

  • αναμετρώ — ( έω) (Α ἀναμετρῶ) (Ν και άω) 1. μετρώ εκ νέου, ξαναμετρώ 2. μετρώ, υπολογίζω προσεκτικά 3. εξετάζω προσεκτικά, σταθμίζω, υπολογίζω, εκτιμώ 4. φέρνω στον νου μου, ανασκοπώ, αναλογίζομαι νεοελλ. μεσ. διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι αρχ. Ι. ενεργ., 1.… …   Dictionary of Greek

  • αναμετρώ — αναμετράω / αναμετρώ (παρατατ. ούσα), αναμέτρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναμετρώ — ( άς, ά, κτλ.), ησα, ήθηκα, ημένος 1. μτβ., υπολογίζω, σταθμίζω: Αναμέτρησε τους κινδύνους κι αποφάσισε να μη δανειστεί τα χρήματα που του πρόσφερε. 2. το μέσ., αναμετριέμαι αμτβ., συναγωνίζομαι, αμιλλιέμαι: Αναμετριόταν μονάχα με τους καλύτερούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναμετρῶ — ἀναμετρέω measure back again pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναμετρέω measure back again pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀναμετρέω measure back again pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναμετρέω measure back again pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμέτρηση — η (Α ἀναμέτρησις) [ἀναμετρῶ] εκτίμηση, στάθμιση, υπολογισμός τής αξίας κάποιου πράγματος νεοελλ. 1. η εκ νέου μέτρηση, ξαναμέτρημα 2. ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, πάλη αρχ. μέτρηση, καταμέτρηση …   Dictionary of Greek

  • καλοζυγιάζω — και καλοζυγίζω 1. ζυγίζω κάτι καλά και με ακρίβεια 2. είμαι ακριβής στα ζύγια μου 3. μτφ. σταθμίζω κάτι στον νου μου με ακρίβεια, υπολογίζω κάτι σωστά, τό αναμετρώ με προσοχή …   Dictionary of Greek

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • προσαναμετρώ — έω, Α μετρώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναμετρῶ «μετρώ, υπολογίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αναμετράω — / αναμετρώ (παρατατ. ούσα), αναμέτρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανασκοπώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. εκτιμώ, κρίνω το παρελθόν: Ανασκόπησαν τα γεγονότα της τελευταίας 20ετίας στη χώρα μας. 2. εξετάζω καλύτερα, αναμετρώ: Ανασκόπησαν τα στοιχεία πάνω στα οποία είχαν στηρίξει την άποψή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταθμίζω — στάθμισα, σταθμίστηκα, σταθμισμένος 1. ζυγίζω. 2. αλφαδιάζω, καθορίζω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση με το νήμα της στάθμης. 3. μτφ., υπολογίζω με ακρίβεια, αναμετρώ: Ενέργησε χωρίς να σταθμίσει τις συνέπειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»