Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αναμειγνύομαι

См. также в других словарях:

  • αναμειγνύομαι — αναμειγνύομαι, αναμείχθηκα και αναμείχτηκα, ανα(με)μειγμένος βλ. πίν. 88 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπλέκω — έμπλεξα, μπλέχτηκα, μπλεγμένος 1. μτβ., μπερδεύω κάτι: Έμπλεξα τα έγγραφα. 2. μτφ., παρασέρνω κάποιον σε επιζήμια κατάσταση: Οι παρέες του τον έμπλεξαν στα ναρκωτικά. 3. αμτβ., περιπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμειγνύομαι: Έμπλεξε με λωποδύτες. 4. φρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»