-
1 αναμειγνύομαι με/σε
sich mischen in [+Akk.]
См. также в других словарях:
αναμειγνύομαι — αναμειγνύομαι, αναμείχθηκα και αναμείχτηκα, ανα(με)μειγμένος βλ. πίν. 88 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπλέκω — έμπλεξα, μπλέχτηκα, μπλεγμένος 1. μτβ., μπερδεύω κάτι: Έμπλεξα τα έγγραφα. 2. μτφ., παρασέρνω κάποιον σε επιζήμια κατάσταση: Οι παρέες του τον έμπλεξαν στα ναρκωτικά. 3. αμτβ., περιπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμειγνύομαι: Έμπλεξε με λωποδύτες. 4. φρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)