-
1 αναμάρτητος
[анамартитос] εκ. безгрешный, непогрешимый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναμάρτητος
-
2 безгрешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αναμάρτητος•безгрешный человек αναμάρτητος άνθρωπος.
2. αθώος, αγνός•-ое дитя αθώο παιδί•
-ая любовь αγνή αγάπη.
εκφρ.- ые доходы – (ειρων.) αναμάρτητα έσοδα (τα δωροδοκήματα). -
3 безгрешный
безгрешныйприл ἀναμάρτητος. -
4 непогрешимый
непогрешим||ыйприл ἀναμάρτητος, ἀνεπίληπτος, ἀλάθητος, ἀλάνθαστος. -
5 безгрешный
[μπιζγκριέσνυϊ] εκ. αναμάρτητος -
6 непогрешимый
[νυιαγκρισύμυϊ] εκ. αναμάρτητος -
7 безгрешный
[μπιζγκριέσνυϊ] επ αναμάρτητος -
8 непогрешимый
[νυιαγκρισύμυϊ] επ αναμάρτητος -
9 небезгрешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. όχι αναμάρτητος (αμαρτωλός).2. άνομος, παράνομος•-ые доходи αθέμιτα έσοδα.
-
10 невинный
επ., βρ: -винен, -винна, -о.1. αθώος, μη φταίχτης, μη ένοχος αναμάρτητος, ακριμάτιστος•-ые люди αθώοι άνθρωποι•
-ая жертва αθώο θύμα•
-ое страдание αναίτιο βάσανο•
он невинен в этом преступлении αυτός δεν είναι ένοχος σ αυτό το έγκλημα•
его признали -ым τον κήρυξαν αθώο.
2. αφελής, άκακος, άδολος, απονήρευτος•невинный ребёнок αθώο παιδάκι•
-ое создание αθώο πλάσμα.
|| ανεπίκριτος, αμώμητος, άμωμος, άψογος• άκακος, αβλαβής•невинный разговор ανεπίκριτη συνομιλία•
невинныйое развлечение άψογη διασκέδαση•
-ые игры αβλαβή παιγνίδια.
3. αγνός•-ая девушка αγνό κορ ίτσι.
-
11 непогрешимый
επ., βρ: -шим, -а, -оαναμάρτητος αλάνθαστος, αλάθητος. || άμεμπτος. -
12 непорочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. αγνός, ενάρετος, άσπιλος, αμίαντος, αναμάρτητος•-ая девочка αγνό κορίτσι•
-ое чувство αγνό αίσθημα.
2. άμεμπτος, άψογος, αψεγάδιαστος, ανεπίληπτος. -
13 святой
επ., βρ: свят, свята, свято.1. άγιος•Святой Дух το Αγιο Πνεύμα•
Святая Троица η Αγία Τριάδα•
святые места οι άγιοι τόποι•
святая вода άγιασμα, αγιόνερο, -έρι•
святая неделя η Μεγάλη Εβδομάδα, το Μεγαλοβδόμαδο•
святая святых α) το απόκρυφο, το απρόσιτο, β) τα άγια των αγίων, το αγιότατο (το πολυτιμότατο).
2. ουσ. το ιερό•для него нет ничего -ого αυτός δεν έχει (επάνω του) τίποτε το ιερό και όσιο (είναι πάντα έτοιμος για κάθε προστυχιά)•
жития -ых οι βίοι των αγίων.
|| ουσ. ο άγιος• святой ο άγιος, του οποίου η μνήμη τιμάται ή γιορτάζεται•день всех -ых η μέρα των Αγίων πάντων•
клясться всеми -ыми ορκίζομαιστους Αγιους Πάντες.
|| ουσ. -ые παλ. οι εικόνες αγίων.3. βλ. праведный. || αγαθός, αγνός. || μτφ. αναμάρτητος•он чист и свят αυτός είναι καθαρός (αγνός) και άγιος.
4. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος•-ая моя родина φίλατατή μου πατρίδα.
5. ύψιστος•святой долг ιερό καθήκο.
εκφρ.святой отец – πάτερ•- ая -ых – α) μυστικό μέρος, β) βλ. 4 σημ.• как Бог свят (απλ.) οπωσδήποτε, σίγουρα•хоть -ых (вон) неси (выноси) – παλ. μακριά απ εδώ,να μη τον βλέπουν τα μάτια μου (συχαμερότατος).
См. также в других словарях:
ἀναμάρτητος — making no mistake masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… … Dictionary of Greek
αναμάρτητος — η, ο αυτός που δεν πέφτει σε αμάρτημα, ο αλάθευτος: Αναμάρτητος είναι μόνο ο Θεός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναμαρτητότερον — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial comp ἀναμάρτητος making no mistake masc acc comp sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτητότατον — ἀναμάρτητος making no mistake masc acc superl sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτως — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμάρτητον — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτοις — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτου — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτους — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτων — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)