Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αναλώσιμος

См. также в других словарях:

  • αναλώσιμος — η, ο (Μ ἀναλώσιμος, ον) [ἀναλῶ Ι] νεοελλ. αυτός που ξοδεύεται, που μπορεί να ξοδευτεί μσν. αυτός που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει …   Dictionary of Greek

  • αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»