-
1 αναλώσιμος
[аналосимос] εκ. потребляемый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναλώσιμος
-
2 сменный
1. (связанный с работой по сменам) της βάρδιας 2. (периодически сменяемый) ανταλλακτικόςαναλώσιμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сменный
См. также в других словарях:
αναλώσιμος — η, ο (Μ ἀναλώσιμος, ον) [ἀναλῶ Ι] νεοελλ. αυτός που ξοδεύεται, που μπορεί να ξοδευτεί μσν. αυτός που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει … Dictionary of Greek
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek