-
1 αναλώνω
dépenser
См. также в других словарях:
αναλώνω — αναλώνω, ανάλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναλώνω — (Μ ἀναλώνω) [ἀναλῶ Ι] για νεοελλ. σημ. βλ. ἀναλίσκω μσν. 1. κυριεύω 2. φονεύω 3. καταστρέφω 4. καταργώ, διαγράφω … Dictionary of Greek
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek
αναλωτός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να αναλωθεί, καταναλώσιμος, καταναλωτός 2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλώνω. Η λ. μαρτυρείται στον φιλόλογο και φιλόσοφο Φίλιππο Ιωάννου (1796 1880)] … Dictionary of Greek
διαβιώ — ( όω) (ΑΝ) περνώ τη ζωή μου, ζω αρχ. 1. αναλώνω όλη τη ζωή μου 2. συντηρώ τη ζωή μου … Dictionary of Greek
θρυπταμίνη — και τρυπταμίνη, η (βιοχ.) χημική ουσία που απαντά σε ορισμένα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ελληνογενούς (ως προς το α συνθετικό του) ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tryptamin < trypt (πρβλ. τρύω «αναλώνω, καταστρέφω») + amine (πρβλ. αμίνη)] … Dictionary of Greek
θρυπτοφάνη — η (βιοχ.) αμινοξύ, πρόδρομος τής σεροτονίνης και τού νικοτιναμιδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tryptophan < trypto (πρβλ. τρύω «αναλώνω, καταστρέφω) + phan (πρβλ. αόρ. β ε φάν ην τού φαίνω)] … Dictionary of Greek
θρυπτοφανάση — η (βιοχ.) ένζυμο που περιέχεται σε ορισμένα βακτήρια και το οποίο καταλύει τον σχηματισμό ινδολίου από θρυπτοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tryptophanase < trypto (πρβλ. τρύω «αναλώνω, καταστρέφω) + phan (πρβλ. ε φάνην τού φαίνω) +… … Dictionary of Greek
καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… … Dictionary of Greek