-
1 αναλυτικός
[аналитикос] εκ. аналитический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναλυτικός
-
2 весы
1. (прибор для определения веса) о ζυγόςη ζυγαριά2. астр. о Ζυγός (αστερισμός)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > весы
-
3 аналитик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аналитик
-
4 подробно
λεπτομερώς, λεπτομερειακά-ый λεπτομερής, λεπτομερειακόςδιεξοδικός, αναλυτικός, εκτενής, εξονυχιστικός, σχολαστικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подробно
-
5 способ
ο τρόπος, η μέθοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > способ
-
6 форма
1. (внешний облик) η μορφήη διαμόρφωσητο σχήμα2. (вид, тип) о τύπ/οςτο είδοςаналитическая - αναλυτικός -, βασικός -3. (установленный образец чего-л.порядок в чем-л.) το έντυπο, το υπόδειγμα4. (приспособление, шаблон) το καλούπιη μήτραвогнутая мет. (поверхности бочки валка) - κοίλου τόξου5. лингв. η μορφήзвательная - см. падеж звательный неопределенная - глагола το απαρέμφατο б.(филос) το σχήμα7. (иск., литер.) η μορφή 8. (единая одежда) η στολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форма
-
7 аналитический
аналитическийприл ἀναλυτικός. -
8 аналитический
[αναλιτίτσισκιϊ] επ. αναλυτικός -
9 аналогичный
[αναλαγκίτσνυϊ] επ. αναλυτικός -
10 аналитический
[αναλιτίτσισκιϊ] επ αναλυτικός -
11 аналогичный
[αναλαγκίτσνυϊ] επ αναλυτικός -
12 аналитический
επ.αναλυτικός•аналитический метод αναλυτική μέθοδος•
аналитический ум αναλυτικό μυαλό, νους.
εκφρ.- ая геометрия – αναλυτική γεωμετρία•- ая химия – αναλυτική χημεία•- и е языки – οι αναλυτικές γλώσσες. -
13 детальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноλεπτομερής, λεπτομερειακός, λεπτολόγος, λεπτολογικός, αναλυτικός. -
14 дотошный
επ.λεπτολόγος, -γικός, λεπτομερής, -ρειακός, αναλυτικός, σχολαστικός. -
15 обстоятельный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. εμπερίστατος, -στατωμένος• λεπτομερής, αναλυτικός, με όλα τα καθέκαστα.2. σοβαρός: συνετός, αξιοπρεπής.
См. также в других словарях:
ἀναλυτικός — analytical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλυτικός — ή, ό (Α ἀναλυτικός, ή, όν) [ἀναλύτης] ο σχετικός με την ανάλυση νεοελλ., λεπτομερής, εξονυχιστικός, διεξοδικός … Dictionary of Greek
αναλυτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάλυση: Αναλυτική εξέταση αίματος. 2. λεπτομερειακός: Συντάχθηκε από το υπουργείο Παιδείας το αναλυτικό πρόγραμμα των μαθημάτων των γυμνασίων και λυκείων της χώρας. 3. στη λογική, «αναλυτική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλυτικά — ἀναλυτικός analytical neut nom/voc/acc pl ἀναλυτικά̱ , ἀναλυτικός analytical fem nom/voc/acc dual ἀναλυτικά̱ , ἀναλυτικός analytical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικῶν — ἀναλυτικός analytical fem gen pl ἀναλυτικός analytical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικόν — ἀναλυτικός analytical masc acc sg ἀναλυτικός analytical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικοῖς — ἀναλυτικός analytical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικοῦ — ἀναλυτικός analytical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικῆς — ἀναλυτικός analytical fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικῇ — ἀναλυτικός analytical fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτική — ἀναλυτικός analytical fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)