-
1 αναλαμπή
[аналамби] ουσ. в. блеск, вспышкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναλαμπή
-
2 вспышка
1. кфт. το φλας 2. (внезап-ный яркий свет, пламя) η λάμψη, η αναλαμπή, (воспламенение) η ανάφλεξηсолнечная - η ηλιακή έκλαμψη/έκρηξη ^.(кратковременное проявление чего-л.) η ανάφλεξη, η παρόξυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вспышка
-
3 проблеск
проблескм прям., перен ἡ ἀναλαμπή, τό διαύγασμα, τό ἀμυδρό φώς:\проблеск света ἀμυδρή λάμψη· \проблеск ума ἀναλαμπή ἐξυπνάδας· \проблеск надежды ἀμυδρή ἐλπίδα. -
4 блик
-а α.αναλαμπή•блик от костра,η αναλαμπή της φωτιάς.
|| φωτεινή κηλίδα•-и в глазах портрета άσπρες κηλίδες στα μάτια του πορτρέτου.
-
5 отблеск
-а α.αντανάκλαση, αντιφεγγιά, αντ ι,λαμπή• ανταύγεια. || μτφ. ίχνη, αναλαμπή•отблеск счастья αναλαμπή ευτυχίας•
отблеск прежней сливы αντιλαμπή περασμένης δόξας.
-
6 дрожание
1. (света, огня и т.п.) το τρε-μόσβημα, η αναλαμπή 2. (вздрагивание)η τρεμούλα, το τρέμουλο, το ρίγος ^(сотрясение, колебание) η δόνηση, ο παλμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дрожание
-
7 вспышка
вспышкаж1. ἡ ἀναλαμπή, ἡ λάμψη, τό φέγγος, ἡ ἀνάφλεξη·2. перен τό ξέσπασμα, ἡ ἔκρηξη [-ις], ἡ παραφορά/ ἡ ὀργή (гнева). -
8 отлив
отливм1. ἡ ἄμπωτις:прилив и \отлив ἀμπωτις καί παλίρροια·2. (оттенок) ἡ ἀπόχρωση [-ις], ἡ μαρμαρυγή, ἡ ἀναλαμπή (отблеск):с серебристым \отливом μέ ἀργυρή ἀπόχρωση. -
9 отсвечивание
отсвечива||ниес ἡ ἀναλαμπή, ἡ μαρμαρυγή, ἡ ἀντιλαμπή. -
10 трепетание
трепет||а́ниес I. прям-, перен τό τρεμούλιασμα, τό ρίγος/ тк. перен τό σκίρτημα· \трепетание восторга ρίγος ἐνθουσιασμού· радостный \трепетание τό σκίρτημα χαράς·2. (огня) ἀναλαμπή, τό τρεμόσβημα·3. (страх, ужас) τρόμος, δέος:внушать кому́-л. \трепетание προξενώ τρόμο σέ κάποιον. -
11 отсвечивание
[ασβιέτσιβανιιε] ουσ. ο. αναλαμπή -
12 отсвечивание
[ασβιέτσιβανιιε] ουσ ο αναλαμπή -
13 всполох
-а α.1. παλ. συναγερμός.2. (6с-α λκ.) το βόρειο οέλας. || αναλαμπή, λαμπύρισμα. -
14 отлив
-а α.1. έκχυση• εκκένωση, άδειασμα.2. έκχυση με άντληση.3. (για νερά, κύματα κ.τ.τ.) κύλιση (γύρισμα) προς τα πίσω, επιστροφή.4. (γΐ-α μέταλλα) χύση, χύσιμο.5. η άμπωτη•отлив и гфилив άμπωτη και παλίρροια.
|| μτφ. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || υποχώρηση•временный отлив революции προσωρινή υποχώρηση της επανάστασης.
6. απόχρωση•золотой отлив χρυσαφένια απόχρωση.
|| παλ. αναλαμπή, έκλαμψη φωτός• ανταύγεια, αντιλαμπή. -
15 отсвет
-а α.1. αντανάκλαση φωτός γυάλι• σμα επιφάνειας.2. μτφ. αναλαμπή, πρόσκαιρη εκδήλωση (εχεφροσύνης ή ζωτικότητας). -
16 трепет
-а α.1. τρεμούλιασμα• ταλάντευση• κλονισμός2. χτύπος, παλμός. || μαρμαρυγή, αναλαμπή, λαμπύρισμα, τρεμοφέγγισμα.3. διέγερση ψυχική• ρίγος•трепет восторга ρίγος από ενθουσιασμό.
|| μτφ. οργασμός, ζωηρή κίνηση.4. μτφ. ανατριχίλα, φρίκη, φόβος και τρόμος.
См. также в других словарях:
αναλαμπή — η [αναλάμπω] 1. αιφνίδια και σύντομη λάμψη φωτός ή γυαλιστερού αντικειμένου, λαμπύρισμα 2. σπινθήρας, σπίθα ή φλόγα φωτιάς 3. αιφνίδια και σύντομη επαναλειτουργία μιας χαμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής ιδιότητας, φωτεινό διάλειμμα 4.… … Dictionary of Greek
αναλαμπή — η 1. ξαφνική λάμψη φωτός: Οι φάροι συνήθως φωτίζουν με αναλαμπές. 2. ξαφνική και προσωρινή εκδήλωση κάποιας πνευματικής ικανότητας: Το ταραγμένο μυαλό του είχε και αναλαμπές νηφαλιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
φλας — το άκλ. (λ. αγγλ.) 1. αναλαμπή με στιγμιαία διάρκεια και μεγάλη ένταση για λήψη φωτογραφιών: Με τύφλωσε για λίγο το φλας. 2. συσκευή με την οποία προκαλούνται αυτές οι αναλαμπές: Πήρε μαζί του και το φλας για να φωτογραφίσει απόψε. 3. αναλαμπή με … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκλαμψη — η (AM ἔκλαμψις) δυνατή λάμψη, αιφνίδια αναλαμπή αρχ. (για την εφηβική ηλικία) πρόωρη ή γρήγορη ανάπτυξη … Dictionary of Greek
ανάλαμψη — η (Α ἀνάλαμψις) [ἀναλάμπω] λάμψη, ακτινοβολία, αναλαμπή … Dictionary of Greek
αναλάμπω — (Α ἀναλάμπω) εκπέμπω λάμψη ή φλόγα, ακτινοβολώ, λάμπω νεοελλ. ανακτώ την προηγούμενη αίγλη μου, ακμάζω εκ νέου αρχ. 1. αναφλέγομαι, παίρνω φωτιά, ανάβω 2. (για πόλεμο) ξεσπώ και πάλι 3. (για πρόσωπα) συνέρχομαι, αναζωογονούμαι 4. κάνω κάτι να… … Dictionary of Greek
αναμιγή — η (Μ ἀναμιγή) νεοελλ. ελαφρός θόρυβος, αναταραχή μσν. ανάμιξη, ανακάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμίγω < αρχ. ἀναμιγνύω (πρβλ. αναλάμπω αναλαμπή). ΠΑΡ. αναμιγίζω] … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek