Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αναλαμπή

См. также в других словарях:

  • αναλαμπή — η [αναλάμπω] 1. αιφνίδια και σύντομη λάμψη φωτός ή γυαλιστερού αντικειμένου, λαμπύρισμα 2. σπινθήρας, σπίθα ή φλόγα φωτιάς 3. αιφνίδια και σύντομη επαναλειτουργία μιας χαμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής ιδιότητας, φωτεινό διάλειμμα 4.… …   Dictionary of Greek

  • αναλαμπή — η 1. ξαφνική λάμψη φωτός: Οι φάροι συνήθως φωτίζουν με αναλαμπές. 2. ξαφνική και προσωρινή εκδήλωση κάποιας πνευματικής ικανότητας: Το ταραγμένο μυαλό του είχε και αναλαμπές νηφαλιότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • φλας — το άκλ. (λ. αγγλ.) 1. αναλαμπή με στιγμιαία διάρκεια και μεγάλη ένταση για λήψη φωτογραφιών: Με τύφλωσε για λίγο το φλας. 2. συσκευή με την οποία προκαλούνται αυτές οι αναλαμπές: Πήρε μαζί του και το φλας για να φωτογραφίσει απόψε. 3. αναλαμπή με …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκλαμψη — η (AM ἔκλαμψις) δυνατή λάμψη, αιφνίδια αναλαμπή αρχ. (για την εφηβική ηλικία) πρόωρη ή γρήγορη ανάπτυξη …   Dictionary of Greek

  • ανάλαμψη — η (Α ἀνάλαμψις) [ἀναλάμπω] λάμψη, ακτινοβολία, αναλαμπή …   Dictionary of Greek

  • αναλάμπω — (Α ἀναλάμπω) εκπέμπω λάμψη ή φλόγα, ακτινοβολώ, λάμπω νεοελλ. ανακτώ την προηγούμενη αίγλη μου, ακμάζω εκ νέου αρχ. 1. αναφλέγομαι, παίρνω φωτιά, ανάβω 2. (για πόλεμο) ξεσπώ και πάλι 3. (για πρόσωπα) συνέρχομαι, αναζωογονούμαι 4. κάνω κάτι να… …   Dictionary of Greek

  • αναμιγή — η (Μ ἀναμιγή) νεοελλ. ελαφρός θόρυβος, αναταραχή μσν. ανάμιξη, ανακάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμίγω < αρχ. ἀναμιγνύω (πρβλ. αναλάμπω αναλαμπή). ΠΑΡ. αναμιγίζω] …   Dictionary of Greek

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»