Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανακεφαλαίωση

См. также в других словарях:

  • ανακεφαλαίωση — η (Α ἀνακεφαλαίωσις) [ἀνακεφαλαιοῡμαι], σύντομη επανάληψη των λόγων μου με τονισμό τών κύριων σημείων, περίληψη νεοελλ. ενσωμάτωση τών τόκων στο κεφάλαιο και ανατοκισμός τού νέου ποσού …   Dictionary of Greek

  • ανακεφαλαίωση — η το να ανακεφαλαιώνει κανείς (βλ. ανακεφαλαιώνω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνακεφαλαιώσῃ — ἀνακεφαλαιώσηι , ἀνακεφαλαίωσις a summary fem dat sg (epic) ἀνακεφαλαιόομαι sum up the argument aor subj mp 2nd sg ἀνακεφαλαιόομαι sum up the argument fut ind mp 2nd sg ἀ̱νακεφαλαιώσῃ , ἀνακεφαλαιόομαι sum up the argument futperf ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακεφαλαιωτικός — ή, ό (Α ἀνακεφαλαιωτικός, ή, όν) [ἀνακεφαλαιοῡμαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανακεφαλαίωση μσν. επίρρ. ἀνακεφαλαιωτικῶς περιληπτικά αρχ. ο κατάλληλος για ανακεφαλαίωση, για περίληψη …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • ανάμνηση — η (AM ἀνάμνησις) [ἀναμιμνήσκω] ανάκληση στη μνήμη, αναπόληση, ενθύμηση νεοελλ. 1. αυτό που αναπολεί κανείς, που φέρνει στη μνήμη του 2. ενθύμιο, αναμνηστικό 3. στον πληθ. οι αναμνήσεις τα απομνημονεύματα μσν. 1. «ὁ ἐπὶ τῶν ἀναμνήσεων»,… …   Dictionary of Greek

  • ανακεφαλαιώνω — (Α και ἀνακεφαλαιοῡμαι, όομαι), επαναλαμβάνω τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια σημεία, κάνω συνοπτική επανάληψη, περίληψη νεοελλ. ενσωματώνω τους τόκους στο κεφάλαιο και ανατοκίζω το νέο ποσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κεφαλαιοῦμαι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • ανασκόπηση — η 1. αναδρομή και επανεξέταση του παρελθόντος 2. ανακεφαλαίωση, συνοπτική επανέκθεση …   Dictionary of Greek

  • απολογισμός — ο (Α ἀπολογισμός) νεοελλ. 1. απόδοση λεπτομερούς λογαριασμού ορισμένης διαχείρισης 2. ανακεφαλαίωση, συνοπτική παρουσίαση αρχ. 1. διήγηση, έκθεση 2. απολογία …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • δευτερολογία — η (Α δευτερολογία) νεοελλ. η δεύτερη αγόρευση τού ρήτορα (συνήθως στη Βουλή ή σε δικαστήριο) για το ίδιο θέμα, στην οποία προβάλλονται νέα στοιχεία ή επιχειρήματα για να αντικρούσουν τις απόψεις τού αντίπαλου ομιλητή αρχ. 1. η δεύτερη αγόρευση, ο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»