-
1 ανακάτεμα
το, ανακάτεμα ός ο1) смешивание; 2) перемешивание; взбалтывание; 3) подмешивание, примешивание, добавление; 4) перен. замешивание, впутывание, вовлечение; 5) см. αναγούλα 1 -
2 ανακάτεμα
karıştırma, karışıklık
См. также в других словарях:
ανακάτεμα — το, ατος και ανακάτωμα, το ατος, και ανακατεμός, ο και ανακατωμός, ο και ανακάτεψη, η και ανακάτωση, η και ανακατωσιά, η το να ανακατεύει ή να ανακατεύεται κάποιος: Δε μου αρέσει το ανακάτεμα στα οικογενειακά των άλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακάτεμα — το [ανακατεύω] το ανακάτωμα* … Dictionary of Greek
τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… … Dictionary of Greek
ανάδεμα — το, [ἀναδεύω] 1. ανακίνηση, ανακάτεμα, ανάδευση 2. (για το αλεύρι) αυτό που αναδεύτηκε, που ζυμώθηκε … Dictionary of Greek
ανάμιξη — η (Α ἀνάμιξις) [ἀναμείγνυμι] 1. μίξη, συγχώνευση, ανακάτεμα 2. (για πρόσωπα) επιμιξία, συγχρωτισμός 3. σαρκική μίξη, συνουσία νεοελλ. 1. συμμετοχή 2. παρέμβαση, επέμβαση … Dictionary of Greek
αναδεμή — η [αναδεύω] 1. ανακάτεμα υγρών 2. αναταραχή, ανωμαλία … Dictionary of Greek
αναδευτήρας — ο το όργανο με το οποίο γίνεται η ανακίνηση, το ανακάτεμα υγρού ή μίγματος … Dictionary of Greek
ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
κοίνωσις — κοίνωσις, ἡ (Α) [κοινώ] 1. ανάμιξη, ανακάτεμα 2. μετοχή, συμμετοχή 3. μίανση, ρύπος, ρύπανση … Dictionary of Greek
κροτάλισμα — και κροτάλιασμα και κουρτάλισμα και κουρτάλημα, το (AM κροτάλισμα) [κροταλίζω] 1. ήχος κροτάλου ή άλλος παρόμοιος ήχος 2. χειροκρότημα, επικρότηση νεοελλ. ανακίνηση, ανακάτεμα … Dictionary of Greek