-
1 ανακάθομαι
(αόρ. ανακάθισα) αμετ. садиться, сидеть с вытянутыми ногами -
2 ανακάθημαι
(αόρ. ανεκάθισα) см. ανακάθομαι -
3 ανακαθίζω
1. μετ.1) сажать, усаживать; 2) перен. воспитать, поднять на ноги; 2. αμετ. см. ανακάθομαι
См. также в других словарях:
ανακάθομαι — ανακάθομαι, ανακάθισα βλ. πίν. 160 Σημειώσεις: ανακάθομαι : για τον αόρ. σε ισα δες σημείωση καθίζω – κάθομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακάθομαι — ανακαθίζω, ανασηκώνω το κορμί μου, ανασηκώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κάθομαι] … Dictionary of Greek
ανακάθομαι — (τους άλλους χρόνους, δηλ. ενεργ. αόρ. και μτχ. παθ. πρκ., τους παίρνει από το ανακαθίζω βλ. λ.), αμτβ., ενώ είμαι ξαπλωμένος σηκώνω τον κορμό και κάθομαι έχοντας απλωμένα τα πόδια: Τον βρήκα να ανακάθεται στο κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακαθίζω — ανακαθίζω, ανακάθισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. ανακάθομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακαθίζω — ισα, ισμένος 1. μτβ., βάζω κάποιον να καθίσει με όρθιο τον κορμό και απλωμένα τα πόδια: Ανακάθισε τον άρρωστο στο κρεβάτι του. 2. αμτβ., ανακάθομαι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)