-
1 αναιτιολόγητος
[анэтиологитос]εκ. необоснованный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναιτιολόγητος
-
2 беспричинный
беспричи́нн||ыйприл ἀναίτιος, ἀναιτιολόγητος.
См. также в других словарях:
αναιτιολόγητος — η, ο (Α ἀναιτιολόγητος, ον) [αἰτιολογῶ] αδικαιολόγητος, ανεξήγητος νεοελλ. αυτός που δεν καλύπτεται από επαρκή αιτιολόγηση … Dictionary of Greek
αναιτιολόγητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αιτιολογείται, αδικαιολόγητος: Η απόφαση του δικαστηρίου ουσιαστικά είναι αναιτιολόγητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναιτιολογήτως — ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned adverbial ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιτιολόγητον — ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned masc/fem acc sg ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιτιολογήτοις — ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιτιολογήτων — ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιτιολόγητα — ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)