-
1 αναδρομικός
[анадромикос] εκ. идущий назад, к старому, ретроспективный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναδρομικός
-
2 определение
1. (установление, нахождение) о προσδιορισμός, η εύρεση- твёрдости по Роквеллу η μέτρηση της σκληρότητας με τη μέθοδο του Ρόκγουελ/Rockwell2. (формулировка, раскрывающая содержание) о ορισμόςрекурсивное - мат. αναδρομικός -3. грам. о ονοματικός προσδιορισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > определение
-
3 формула
ο τύποςопытная - см. эмпирическая -рекуррентная - см. возвратная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > формула
-
4 возвратный
возвратн||ыйприл1. τής ἐπιστροφής, ἀναδρομικός:\возвратный путь ἡ ἐπιστροφή, ἡ ἐπάνοδος·2. мед. ὑπόστροφος:\возвратный тиф ὁ ὑπόστροφος (или ὑποστροφικός) τύφος·3. грам. α ὑτοπαθής, μέσος:\возвратныйые глаголы τά παθητικά (или μέσα) ρήματα· \возвратныйое местоимение ἡ αὐτοπαθἡς ἀντωνυμία -
5 обратно
обратн||онареч1. (назад) πίσω, προς τά (ό)πίσω:\обратно идти, ехать πηγαίνω (или γυρίζω) (ό)πίσα>, ἐπιστρέφω· давать \обратно δίνω πίσω, ἐπιστρέφω· брать \обратно παίρνω πίσω· туда и \обратно νά πᾶς καί νάρθεις· билет туда́ и \обратно είσιτήριο μέ ἐπιστροφή·2. (противоположно, наоборот) ἀντίστροφα, ἀντιστρόφως:\обратно пропорциональный мат ἀντιστρόφως ἀνάλογος· \обратно действующий ἀναδρομικός. -
6 ретроспективный
ретроспективныйприл ἀναδρομικός, τής ἀνασκόπησης:\ретроспективный взгляд ἡ ἀνασκόπηση, ἡ ἀναδρομή. -
7 ретроспективный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно (γραπ. λόγος)• αναδρομικός, που κοιτάζει πίσω, στο παρελθόν παλαιολάτρης
См. также в других словарях:
αναδρομικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω, οπισθοχωρητικός, οπισθοβατικός 2. αυτός που κινείται προς τα επάνω, ο ανάδρομος 3. αυτός που σχετίζεται με το παρελθόν αλλά εφαρμόζεται στο παρόν, οπισθοδρομικός, οπισθενεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάδρομος. ΠΑΡ … Dictionary of Greek
αναδρομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω: Η κίνηση προς τα πίσω λέγεται αναδρομική. 2. αυτός που ισχύει και για προηγούμενο χρόνο: Ο νόμος που ψηφίστηκε έχει αναδρομική ισχύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάδρομος — Αυτός που κινείται προς τα πάνω ή προς τα πίσω. Α. λέγεται συνήθως το συρματόσκοινο ή άλλο δυνατό σκοινί που είναι τεντωμένο λοξά από τα κατάρτια στο κατάστρωμα ή τον πρόβολο πλοίου ή από το ένα κατάρτι στο άλλο. Πάνω σε αυτό το σκοινί στηρίζεται … Dictionary of Greek
αναδρομικότητα — Η ισχύς ενός νόμου σε σχέσεις οι οποίες προϋπήρξαν της έκδοσής του. Ο νόμος κανονικά δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά σε περίπτωση ανάγκης μπορεί ο νομοθέτης να δώσει αναδρομική ισχύ σε συγκεκριμένο νόμο ή σε ορισμένες διατάξεις του. * * * η το να… … Dictionary of Greek
οπισθενεργητικός — ή, ό [οπισθενεργός] οπισθενεργός, αυτός που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομικός … Dictionary of Greek
οπισθενεργός — ή, ό αυτός που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομικός («η οπισθενεργός δύναμη τού νόμου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + ενεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek