-
1 перепечататьывать
перепечатать||ыватьнесов1. ἀνατυπώνω, ξανατυπω-νω, ἀναδημοσιεύω·2. (на машинке) δακτυλογραφώ, γράφω στήν γραφομηχανή. -
2 перепечатать
ρ.σ.μ.1. ανατυπώνω, ξανατυπώνω αναδημοσιεύω.2. δακτυλογραφώ.
См. также в других словарях:
αναδημοσιεύω — αναδημοσιεύω, αναδημοσίευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναδημοσιεύω — δημοσιεύω εκ νέου, ξαναδημοσιεύω, επανεκδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δημοσιεύω. ΠΑΡ. αναδημοσίευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
αναδημοσιεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος, επαναλαμβάνω τη δημοσίευση χωρίς αλλαγές: Η είδηση αναδημοσιεύτηκε και στις απογευματινές εφημερίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδημοσίευση — η η εκ νέου δημοσίευση μέσω τού τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδημοσιεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ανατυπώνω — (Α ἀνατυπῶ, όω) νεοελλ. ξανατυπώνω, επανεκδίδω, αναδημοσιεύω αρχ. 1. σφραγίζω πάλι 2. σχεδιάζω κάτι στη φαντασία μου … Dictionary of Greek