-
1 αναγκαστικός
[анангастикос]εκ. принудительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναγκαστικός
-
2 обязательный
-
3 принудительный
принудительныйприл ἀναγκαστικός, ὑποχρεωτικός, καταναγκαστικός; в \принудительныйом порядке ὑποχρεωτικά, ἀναγκαστικά· \принудительныйые работы τά καταναγκαστικά ἔργα. -
4 принудительный
[πρινουντίτιλ'νυϊ] εκ. αναγκαστικός -
5 принудительный
[πρινουντίτιλ'νυϊ] επ αναγκαστικός -
6 вынужденный
επ. από μτχ.υποχρεωτικός, αναγκαστικός, καταναγκαστικός•-ое молчание αναγκαστική σιωπή•
-ая посадка αναγκαστική προσγείωση.
-
7 насильственный
επ.βίαιος, δυναμικός•-ое свержение самодержавия βίαια ανατροπή της απολυταρχίας.
|| αναγκαστικός, καταναγκαστικός, σταν ικός.εκφρ.- ая смерть – βίαιος (μη φυσιολογικός) θάνατος. -
8 натянутый
επ. από μτχ.βεβιασμένος, αναγκαστικός επιτηδευμένος ψυχρός•-ая улыбка προσποιητό χαμόγελο.
|| τεταμένος•-ые отношения τεταμένες σχέσεις•
-ая атмосфера τεταμένη ατμόσφαιρα.
-
9 невольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льнец, -ольны.1. αθέλητος, άθελος, ακούσιος, αβούλητος, απροαίρετος•-ая ошибка ακούσιο λάθος.
|| τυχαίος•невольный свидетель τυχαίος μάρτυρας (που παραβρέθηκε τυχαία).
|| αυθόρμητος, μηχανικός.2. αναγκαστικός, υποχρεωτικός•-ал посадка αναγκαστική προσγείωση.
3. παλ. δούλος, ανελεύθερος, σκλάβος. -
10 подневольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. εξαρτημένος, υπεξούσιος, υποτελής.2. αναγκαστικός, υποχρεωτικός, επιβλητικός. -
11 подъяремный
επ. (γραπ. λόγος)• (κατ)αναγκαστικός, υποχρεωτικός. -
12 принудительный
επ., βρ: -лен, -льна, -ноαναγκαστικός, καταναγκαστικός, εξαναγκαστικός, στανικός, με το στανιό•принудительный труд αναγκαστική δουλειά.• -ое лечение αναγκαστική θεραπεία•
в -ом порядке αναγκαστικά, υποχρεωτικά, με το στανιό.
εκφρ.- ые работы – καταναγκαστικά έργα.
См. также в других словарях:
ἀναγκαστικός — compulsory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαστικός — ή, ό (Α ἀναγκαστικός, ή, όν) 1. αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία, υποχρεωτικός, αναπόφευκτος 2. καταπιεστικός, φορτικός 3. επίρρ. αναγκαστικά (αρχ. ῶς) με τη βία, υποχρεωτικά, αναπόφευκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγκαστός ή απευθείας από… … Dictionary of Greek
αναγκαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία: Θα γίνει αναγκαστική απαλλοτρίωση πενήντα χιλιάδων στρεμμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναγκαστικά — ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc pl ἀναγκαστικά̱ , ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc/acc dual ἀναγκαστικά̱ , ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικώτερον — ἀναγκαστικός compulsory adverbial comp ἀναγκαστικός compulsory masc acc comp sg ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικῶν — ἀναγκαστικός compulsory fem gen pl ἀναγκαστικός compulsory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικόν — ἀναγκαστικός compulsory masc acc sg ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικώτατα — ἀναγκαστικός compulsory adverbial superl ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικαῖς — ἀναγκαστικός compulsory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικαί — ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικοῖς — ἀναγκαστικός compulsory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)