Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αναγκάζομαι

  • 1 приходиться

    приходиться
    несов
    1. ἐρχομαι:
    \приходиться впо́ру (об одежде, обуви) ἐρχεται ἀκριβώς· \приходиться по вку́су εἶμαι τοῦ γούστου·
    2. (совпадать) συμπίπτω, πέφτω:
    первое число́ приходится на воскресенье ἡ πρώτη τοῦ μηνός πέφτει Κυριακή·
    3. безл (причитаться):
    с него́ приходится пятьдесят рублей αὐτός πρέπει νά πληρώσει πενήντα ρούβλια·
    4. безл (нужно) ἀναγκάζομαι:
    ему́ приходится уехать ἀναγκάζεται νά ἀναχωρήσει· мне приходится иметь дело с ним ἔχω νά κάνω μ' αὐτόν вечно приходится напоминать тебе πάντα πρέπει νά σοῦ θυμίζουν
    5. (быть в родстве):
    он мне приходится двоюродным братом τόν Εχω ἐξάδελφο· ◊ ему ту́го прихо́дится τά βρίσκει μπαστούνια, τά βρίσκει σκοδ-ρα.

    Русско-новогреческий словарь > приходиться

  • 2 scrape the bottom of the barrel

    (to (be obliged to) use the least useful, efficient, person or thing available: We're short of players for the game but including John would really be scraping the bottom of the barrel.) αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω και τη σκαρταδούρα

    English-Greek dictionary > scrape the bottom of the barrel

  • 3 вынуждать

    ρ.δ.
    βλ. вынудить.
    υποχρεώνομαι, αναγκάζομαι, εξαναγκάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вынуждать

  • 4 должен

    -жна, -жно (χρησιμοποιείται σαν κατηγ. με το ρ. быть ή και χωρίς αυτό)•
    1. οφείλω, χρεωστώ•

    я должен вам пять рублей εγώ σας χρωστώ πέντε ρούβλια.

    2. είμαι υποχρεωμένος, πρέπει•

    он должен скоро вернуться αυτός πρέπει να γυρίσει (επιστρέψει) γρήγορα.

    || είμαι ανακασμένος, αναγκάζομαι.
    εκφρ.
    должно ή должно быть – μπορεί, μπορεί να είναι, πιθανόν, είναι πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•
    должен статьсяβλ. должно быть; должно полагать πρέπει να υποθέσομε• βλ. και•
    должно быть.

    Большой русско-греческий словарь > должен

  • 5 нудить

    нужу, нудишь
    ρ.δ.μ. παλ.
    1. αναγκάζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω.
    2. κοπιάζω, κουράζω, καταπονώ εξαντλώ.
    1. ανιώ, πλήττω, βαριέμαι (από έλλειψη ενασχόλησης).
    2. υποχρεώνομαι, (εξ)αναγκάζομαι (να κάνω κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > нудить

  • 6 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 7 принуждать

    ρ.δ.
    βλ. принудить.
    υποχρεώνομαι, αναγκάζομαι, εξαναγκάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > принуждать

См. также в других словарях:

  • αναγκάζομαι — αναγκάζομαι, αναγκάστηκα, αναγκασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀναγκάζομαι — ἀναγκάζω force pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • αναγκεύω — Ι. ενεργ. 1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται 2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ 3. ενοχλώ, βασανίζω 4. χτυπώ κάποιον δυνατά ΙΙ. μέσ. 1. αναγκάζομαι, πιέζομαι 2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ …   Dictionary of Greek

  • δεκατώνω — (AM δεκατῶ, όω Μ και δεκατώνω) [δεκάτη] εισπράττω τον φόρο τής δεκάτης νεοελλ. δεκατιάζω, μουτζώνω με τα δύο χέρια αρχ. παθ. δεκατούμαι αναγκάζομαι να πληρώσω τον φόρο τής δεκάτης …   Dictionary of Greek

  • ηναγκασμένως — ἠναγκασμένως (AM) επίρρ. διά τής βίας, αναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηναγκασμένος, μτχ. παρακμ. τού αναγκάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • κατείργω — κατείργω, ιων. τ. κατέργω και κατέργνυμι, αττ. τ. καθείργω και καθείργνυμι (Α) 1. κλείνω σε κάποιο μέρος, κλείνω μέσα («κατεργνῡσι ἐς μέσα τὰ φρύγανα», Ηρόδ.) 2. μτφ. περιστέλλω, περιορίζω («ἡ... κατείργουσα τῶν ἀνδρῶν τὴν φιλαρχίαν», Πλούτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …   Dictionary of Greek

  • ορμώ — (I) (Α ὁρμῶ, άω) [ορμή] 1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τόν χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾱσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.) νεοελλ. (μέσ. και παθ.)… …   Dictionary of Greek

  • περικαταλαμβάνω — Α 1. περιβάλλω, περικλείω από παντού 2. καταφθάνω, προφταίνω («πολλοὶ δὲ περικαταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν», Πολ.) 3. παθ. περικαταλαμβάνομαι αναγκάζομαι («περικαταλαμβανόμενος τοῑς καιροῑς» αναγκαζόμενος από τις περιστάσεις, Πολ.) 4 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»