-
1 αναγγέλλομαι
annoncer
См. также в других словарях:
αναγγέλλομαι — αναγγέλλομαι, αναγγέλθηκα, αναγγελμένος βλ. πίν. 86 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευαγγελίζομαι — (ΑΜ εὐαγγελίζομαι) [ευάγγελος] φέρνω καλές ειδήσεις, αναγγέλλω ευχάριστα νέα, δίνω χαρμόσυνες υποσχέσεις («λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῑν», Αριστοφ.) αρχ. μσν. 1. κηρύσσω, διδάσκω το Ευαγγέλιο («εὐαγγελίσασθαι πτωχοῑς ἀπέσταλκέ με», ΠΔ) 2.… … Dictionary of Greek