-
1 αναβαπτίζω
μετ.1) повторно крестить, перекрещивать (разг); переименовывать; 2) перен. обновлять, очищать;αναβαπτίζομαι:
αναβαπτίσθηκα εις την λαϊκήν εντολήν я снова избран
См. также в других словарях:
αναβαπτίζομαι — αναβαπτίζομαι, αναβαπτίστηκα, αναβαπτισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής