Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αναβάλλομαι

  • 1 отодвигаться

    отодвигать||ся
    1. ἀπομακρύνομαι, μετατοπίζομαι, παραμερίζω/ ὑποχωρῶ (отступать назад):
    \отодвигатьсяся к окну́ παραμερίζω προς τό παράθυρο· \отодвигатьсяся к стене ὑποχωρώ προς τόν τοίχο·
    2. перен (отсрочиваться) разг ἀναβάλλομαι.

    Русско-новогреческий словарь > отодвигаться

  • 2 отодвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω λίγο, παραμερίζω, αναμερίζω, κάνω λίγο πιο πέρα•

    отодвинуть стул μετακινώ λίγο το κάθισμα.

    || ανοίγω, τραβώ βγάζω από τη θέση•

    отодвинуть засов βγάζω το μάνταλο, ξεμανταλώνω.

    2. μτφ. αναβάλλω, παρατείνω•

    отодвинуть поездку на месяц αναβάλλω το ταξίδι για ένα μήνα•

    отодвинуть срок παρατείνω την προθεσμία.

    1. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο• αναμερίζω, κάνω λίγο πέρα. || απομακρύνομαι, αποχωρώ, υποχωρώ,
    2. μτφ. αναβάλλομαι παρατείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отодвинуть

  • 3 отсрочивать

    ρ.δ.
    βλ. отсрочить.
    αναβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отсрочивать

См. также в других словарях:

  • αναβάλλομαι — αναβάλλομαι, αναβλήθηκα βλ. πίν. 147 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀναβάλλομαι — ἀναβάλλω throw up pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλήδων — ἀμβλήδων, επίρρ. (Α) (ποιητικός τύπος αντί τού ἀναβλήδην) [ἀναβάλλομαι] ισχυρά, αθρόα …   Dictionary of Greek

  • αναβαλλόμενος — ο (μτχ. τού αρχ. ἀναβάλλω ως ουσ.) λέγεται χωρίς κάποια ορισμένη σημ. σε φρ. όπως «τού έψαλα τον αναβαλλόμενο», «άκουσε τον αναβαλλόμενο» κ.λπ., για να δηλώσει έντονες παρατηρήσεις και επιπλήξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ενεστ. τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • βραδύνω — (AM βραδύνω) [βραδύς] 1. χρονοτριβώ, αργοπορώ 2. καθυστερώ κάποιον αρχ. αναβάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • προαναβάλλομαι — Α λέγω ή άδω σε προανάκρουσμα ή ως προανάκρουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναβάλλομαι «αρχίζω μέλος»] …   Dictionary of Greek

  • συναναβάλλομαι — Μ αρχίζω να ψάλλω μαζί κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναβάλλομαι «αρχίζω να παίζω μουσικό όργανο ή να τραγουδώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπέρκειμαι — ὑπέρκειμαι ΝΜΑ [κεῑμαι] βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ. γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῡ ὄμματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι …   Dictionary of Greek

  • υπερτίθημι — ΜΑ [τίθημι] μσν. (μόνον μέσ.) ὑπερτίθεμαι αναβάλλομαι αρχ. 1. τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. τοποθετώ κάτι σε άλλη μεριά, τό μεταφέρω 3. κοινοποιώ, ανακοινώνω 4. (για χρονικό διάστημα) διαρκώ πέρα από ένα ορισμένο χρονικό σημείο, τό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»