Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανήφορος

  • 1 ανήφορος

    [анифорос] ουσ. а. подъем.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανήφορος

  • 2 подъём

    α.
    1. βλ. поднятие..
    2. άνοδος, αύξηση• ανάπτυξη•

    промышленный подъём βιομηχανική άνοδος•

    подъём материального состояние народа άνοδος της υλικής ευημερίας του λαού•

    подъём производства товаров αύξηση της παραγωγής εμπορευμάτων.

    3. έξαρση, εξύψωση, μεταρσίωση, εμψύχωση, ενθουσιασμός, οιστρηλασία.
    4. ανήφορος•

    крутой подъём απότομος ανήφορος•

    спуск и подъём κατήφορος και ανήφορος.

    5. ο ταρσός του ποδιού. || το ύψωμα του υποδήματος στον ταρσό.
    6. εγερτήριο.
    7. ανύψωση του νερού (της στάθμης), φουσκωνεριά•

    подъём реки φουσκωποταμιά.

    лёгок (лёгкий) на подъём καλόβουλος, καταδεχτικότατος αβάρετος πεταχτός•

    тяжёл (тяжёлый) на подъём βαρετός, ασήκωτος, αργοκίνητο καράβι•

    деньги на подъём τα οδοιπορικά (έξοδα).

    Большой русско-греческий словарь > подъём

  • 3 крутой

    крутой απόγκρεμος· απότομος (тж. перен.)' \крутой подъём ο απότομος ανήφορος· \крутойповорот η απότομη στροφή
    * * *
    απόγκρεμος, απότομος (тж. перен.)

    круто́й подъём — ο απότομος ανήφορος

    круто́й поворо́т — η απότομη στροφή

    Русско-греческий словарь > крутой

  • 4 подъём

    подъём м 1) η ανάβαση, ο ανήφορος 2) (развитие) η άνοδος, η πρόοδος 3) (воодушевление ) ο ενθουσιασμός трудовой \подъём о εργατικός ενθουσιασμός
    * * *
    м
    1) η ανάβαση, ο ανήφορος
    2) ( развитие) η άνοδος, η πρόοδος
    3) ( воодушевление) ο ενθουσιασμός

    трудово́й подъём — ο εργατικός ενθουσιασμός

    Русско-греческий словарь > подъём

  • 5 подъем

    подъем
    м
    1. (поднятие) ἡ ἄρση [-ις] (грузов) I ἡ ὕψωση [-ις] (флага)·
    2. (восхождение) ἡ ἀνοδος, ἡ ἀνάβαση [-ις], τό ἀνέβασμα·
    3. (горы) ὁ ἀνήφορος:
    крутой \подъем ὁ ἀπότομος ἀνήφορος·
    4. (рост, развитие) ἡ ἄνοδος, τό ἀνέβασμα, ἡ ἀνάπ-τυξη [-ις]:
    \подъем промышленности ἡ ἄνοδος τής βιομηχανίας·
    5. воен. (побудка) τό ἐγερτήριο[ν]·
    6. (воодушевление) ἡ ἐξαρση[-ις], ὁ ἐνθουσιασμός:
    говорить с \подъемом μιλώ μέ ἐνθουσιασμό·
    7. (ноги) ἡ καμάρα·
    8. (воды в реке) ἡ ἀνύψωση [-ις] (του νεροῦ), τό φούσκωμα· ◊ быть легким на \подъем εἶμαι εὐκίνητος, εἶμαι σβέλτος· быть тяжелым на \подъем εἶμαι βραδυκίνητος, εἶμαι ἀδρανής.

    Русско-новогреческий словарь > подъем

  • 6 подъём

    1. (поднятие, поднимание) η ανύψωση, η άρση 2. (уклон дороги) η ανηφόρα, ο ανήφορος
    крутой - απότομη - 3 ав. (набор высоты) η άνοδος, η ανάβαση
    4. (рост, развитие) η ανάπτυξη, η άνοδος 5. (воодушевление) ο ενθουσιασμός 6. (верхняя часть стопы) το κουντεπιέ, κουτεπιέ (ξεν.), το πάνω μέρος της καμάρας του πέλματος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъём

  • 7 взвоз

    α.
    1. ανέβασμα, άνοδος, ανύψωση.
    2. ανήφορος, ανηφορικός δρόμος.

    Большой русско-греческий словарь > взвоз

  • 8 крутой

    επ., βρ: крут, крути, круто; круче.
    1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•

    берег κρημνώδης ακτή•

    крутой подъм απότομος ανήφορος•

    крутой спуск απότομος κατήφορος•

    крутой поворот απότομη στροφή.

    2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•

    -ая перемена απότομη αλλαγή•

    крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.

    3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•

    -ые меры σκληρά μέτρα•

    -ые слова βαριά λόγια.

    || μτφ. δυνατός, ισχυρός•

    крутой мороз δυνατή παγωνιά•

    крутой ветер σφοδρός άνεμος.

    4. πηχτός, σφιχτός•

    -ая каша πηχτός χυλός•

    -ое тесто σφιχτό ζυμάρι•

    -ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.

    εκφρ.
    крутой кипяток – χοχλαστό νερό.

    Большой русско-греческий словарь > крутой

  • 9 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 10 чертовский

    επ.
    1. διαβολικός, του διαβόλου•

    -ие наваждения διαβολικά φαντάσματα•

    -замысел διαβολική επινόηση•

    -ие шэ.шни διαβολικές ραδιουργίες ή μηχανορραφίες•

    -вские ухищрения διαβολικές πανουργίες• διαβολές.

    2. πολύ ισχυρός, διαβολεμένος, δαιμονισμένος•

    -ая боль διαβολεμένος πόνος•

    чертовский холод διαβολεμένο κρύο.

    || δύσκολος, βαρύς•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    чертовский подъм διαβολεμένος ανήφορος.

    Большой русско-греческий словарь > чертовский

См. также в других словарях:

  • ανήφορος — ο (Μ ἀνήφορος) 1. δρόμος ή τόπος ανηφορικός 2. δυσκολία, δοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώφορος < αρχ. ανωφερής Το η της λ. ανήφορος πιθ. αναλογικά προς το κατήφορος (< κατώφορος < κατωφερής) όπου το η οφείλεται σε ρημ. αύξηση η (κατήφερε… …   Dictionary of Greek

  • ανήφορος — ο 1. δρόμος που οδηγεί προς τα πάνω: Στον ανήφορο ο φίλος του δυσκολευόταν. 2. ανέβασμα της τιμής: Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν τον ανήφορο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • María Plytá — (grec moderne : Μαρία Πλυτά) née le 26 novembre 1915 à Thessalonique et décédé le 4 mars 2006 était une réalisatrice et metteur en scène grecque. Elle fut la première femme à réaliser un film en Grèce avec Les Fiançailles en 1950. Elle avait …   Wikipédia en Français

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • αλλήθωρος — η, ο (Μ ἀλλήθωρος) αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ όφθαλμος …   Dictionary of Greek

  • ανεβόλεμα — το 1. ο ανήφορος 2. η δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • ανηφοριά — η (κ. ανηφόρια, η κ. ανηφόρι, το) ανήφορος …   Dictionary of Greek

  • ανωφέρεια — η (Α ἀνωφέρεια) η νεοελλ. 1. κλίση εδάφους προς τα επάνω 2. έδαφος με κλίση προς τα επάνω, ανήφορος αρχ. κίνηση προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

  • κατήφορος — ο (Μ κατήφορος) δρόμος επικλινής, έδαφος κατηφορικό, κατηφοριά νεοελλ. 1. μτφ. δρόμος που οδηγεί στην καταστροφή ή σε ηθικό ξεπεσμό, πτώση (α. «η επιχείρηση πήρε τον κατήφορο» β. «η κόρη του πήρε τον κατήφορο») 2. ευκολία, ευχέρεια που υποβοηθεί… …   Dictionary of Greek

  • Αρχάνες — Αρχαία πόλη της Κρήτης, σε απόσταση 15 χλμ. από το σημερινό Ηράκλειο. Οι Α. είναι πανάρχαιος οικισμός. Η αρχική ονομασία ήταν Αχάρνα, από το οποίο προέρχεται το νεότερο. Ο οικισμός ήταν κατοικημένος από τη μινωική εποχή, όπως μαρτυρούν τα… …   Dictionary of Greek

  • ανηφοριά — ανηφοριά, η και ανηφόρα, η ανήφορος: Η ανηφοριά ήταν πολύ απότομη, γι αυτό κι είχαν όλοι λαχανιάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»