-
1 ανήσυχος
[анисихос] εκ. беспокойный, тревожный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανήσυχος
-
2 неспокойный
неспоко́йн||ыйприл1. ἀνήσυχος, ἀσίγαστος / ἀεικίνητος (о человеке)·2. (тревожный) ἀνήσυχος:\неспокойный сон ἀνήσυχος ὑπνος·3. (бурный) ταραγμένος, τεταραγ-μένος:\неспокойныйое мо́ре ἡ ταραγμένη θάλασσα· \неспокойныйая жизнь ἡ ταραγμένη ζωή. -
3 беспокойный
-
4 встревоженный
-
5 тревожный
-
6 беспокойный
беспоко́й||ныйприл1. (причиняющий беспокойство) μπελαλίδικος, ἐνοχλητικός, ᾶβολος:\беспокойныйная работа μπελαλίδικη δουλειά; \беспокойный ребенок τό ἄτακτο παιδί;2. (склонный к волнению) ἀνήσυχος/ἀνησυχαστικός, ἀνησυχητικός (выражающий беспокойство):\беспокойный человек ἀνήσυχος ἄνθρωπος \беспокойный сон ταραγμένος ὕπνος; \беспокойный вид ἀνησυχαστική ὀψη;3. (находящийся в возбуждении, в движении) ταραγμένος:\беспокойныйное море ταραγμένη θάλασσα. -
7 беспокойный
επ., βρ: -ен, -ойна, -ойно1. ανησυχητικός, αγωνιώδης.2. ανήσυχος, έμφοβος, ταραγμένος•беспокойный человек ανήσυχος άνθρωπος.
-
8 неспокойный
επ., βρ: -оен, -оина, -ойно;1. ανήσυχος, ταραγμένος•отец был -оен ο πατέρας ήταν ανήσυχος•
неспокойный взгляд ανήσυχη ματιά.
|| αεικίνητος•неспокойный жеребец ασταμάτητο πουλαράκι.
2. ταραχώδης, πολυτάραχος, τρικυμιώδης•-ая жизнь πολυτάραχη ζωή.
3. (για καιρό) άστατος. -
9 взволнованный
взволнованный 1) συγκινη μένος 2) ταραγμένος ανήσυ χος (встревоженный)* * *1) συγκινημένος2) ταραγμένος; ανήσυχος ( встревоженный) -
10 беспокойство
беспоко́й||ствос1. (озабоченность) ἡ ἀνησυχία, ἡ ἐγνοια;2. (волнение) ἡ ταραχή, ἡ ἀνησυχία:испытывать \беспокойствоство εἶμαι ἀνήσυχος;3. (нарушение покоя) ἡ διατάραξη τής ήσυχίας, ἡ ἐνόχληση [-ις]:причинять \беспокойствоство προξενώ ἀνησυχία; простите за \беспокойствоство! μέ συγχωρείτε γιά τήν ἐνόχληση! -
11 вертлявый
вертлявыйприл разг ζωηρός, ἀεικίνητος, ἀνήσυχος. -
12 взволнованный
взволнованный1. прич. от взволновать·2. прил ταραγμένος, ἀνήσυχος·3. прил перен συγκινημένος. -
13 мятежный
мятеж||ныйприл1. στασιαστικός·2. (тревожный, мятущийся) ἀνυπόταχτος, ἀνήσυχος. -
14 непоседа
непосед||а м, ж разг ἄνθρωπος πού δέν κάθεται ποτέ στή θέση του, ἄνθρωπος ἀνήσυχος. -
15 непоседливый
непосед||ливыйприл ἀεικίνητος, ἀνήσυχος. -
16 неприкаянный
неприкаянныйприл ἀνήσυχος:что ты ходишь как \неприкаянный разг τί γυρίζεις σάν τό λιοντάρι στό κλουβί. -
17 неугомонный
неугомонныйприл ἀεικίνητος, ἀκούραστος (неутомимый)/ ἀνήσυχος (беспокойный)/ ἀσίγαστος (неумолкающий). -
18 неусидчивый
неуси́дчив||ыйприл ἀνήσυχος, ἀεικίνητος / μή ἐπίμονος (об учащемся). -
19 озабоченный
озабоченный1. прич. от озаботить·2. прил γεμάτος φροντίδα, γεμάτος Εγνοια, ἀνήσυχος. -
20 тревога
тревог||аж1. (беспокойство) ἡ ἀνησυχία, ἡ ἀδημονία, ἡ ἀγωνία:быть в крайней \тревогае εἶμαι πάρα πολύ ἀνήσυχος·2. (сигнал) ὁ συναγερμός:возду́шная \тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός· ложная \тревога ὁ ψεύτικος συναγερμός.
См. также в других словарях:
ανήσυχος — η, ο επίρρ. α, 1. ο ταραγμένος: Χθες τη νύχτα ο ύπνος του ήταν πολύ ανήσυχος. 2. ταραξίας, θορυβοποιός: Είναι παιδί πολύ ανήσυχο. 3. πολυάσχολος, πολυπράγμονος: Όλο με κάτι καταπιάνεται· είναι άνθρωπος ανήσυχος. 4. φοβισμένος, σε αγωνία: Δεν πήρε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανήσυχος — η, ο (Μ ἀνήσυχος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται σε ψυχική ταραχή, αγωνία 2. αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, αεικίνητος 3. άτακτος 4. αυτός που βρίσκεται σε σωματική αγωνία από κάποια αρρώστια 5. πολυπράγμων, αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 … Dictionary of Greek
άυπνος — και άνυπνος, η, ο (AM ἄϋπνος, ον) [ύπνος] 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν έχει ύπνο, που δεν μπορεί να κοιμηθεί 2. (για νύχτα) αυτή που περνά κανείς χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί αρχ. 1. άγρυπνος, ακούραστος 2. φρ. «ύπνος άϋπνος» πολύ ελαφρύς… … Dictionary of Greek
έμφροντις — ι (AM ἔμφροντις, ι) αυτός που κατέχεται από φροντίδες, ο ανήσυχος από τις φροντίδες, περίφροντις … Dictionary of Greek
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
αγαλήνευτος — η, ο [γαληνεύω] 1. (για ανθρώπους) ανήσυχος, ταραγμένος, ακαλμάριστος 2. (για τη θάλασσα) τρικυμισμένος … Dictionary of Greek
αγωνιάτης — ἀγωνιάτης, ο (Α) [ἀγωνία] (για πρόσωπα) αυτός που αγωνιά, που αδημονεί, νευρικός, ανήσυχος … Dictionary of Greek
αγωνιώδης — ες [αγωνία] ο γεμάτος αγωνία, ανήσυχος, αγχώδης … Dictionary of Greek