Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ανήλωσα

  • 1 ανήλωσα

    αόρ. от αναλίσκω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανήλωσα

  • 2 αναλισκω

        ἀναλίσκω, ἀνᾱλόω
        (impf. ἀνήλισκον и ἀνήλουν или ἀνάλουν, fut. ἀνᾱλώσω, aor. ἀνήλωσα и ἀνάλωσα, pf. ἀνήλωκα и ἀνάλωκα; pass.: fut. ἀνᾱλωθήσομαι, aor. ἀνηλώθην и ἀνᾱλώθην, pf. ἀνήλωμαι и ἀνάλωμαι)
        1) расходовать, тратить, употреблять
        

    (τρεῖς μνᾶς Arph.; χρήματα εἴς τινα и εἴς τι Xen., Plat., Arst., Plut., ἐπί τινι Plat., πρός τι, ὑπέρ τινος и τινί Dem.)

        2) растрачивать, расточать, терять
        

    (ἔπη Arph. и λόγους Dem.; σώματα πολέμῳ Thuc.; ἴδια Arst.; χρόνον καὴ πόνον Plat.; μάτην ὅ βίος ἀνάλωται Plut.)

        3) уничтожать, истреблять, губить, убивать
        

    (τινά Trag., Thuc.; θηρία Xen.; τὸ γήϊνον πᾶν γένος Plat.)

        οἱ ἀναλωθέντες Aesch. — убитые;
        ὡς ἕκαστοι ἐδύναντο ἀνηλοῦντο Thuc. (некоторые из осажденных) покончили с собой кто как мог

        4) исключать, устранять

    Древнегреческо-русский словарь > αναλισκω

  • 3 αναλοω...

        ἀναλόω...
        ἀναλίσκω, ἀνᾱλόω
        (impf. ἀνήλισκον и ἀνήλουν или ἀνάλουν, fut. ἀνᾱλώσω, aor. ἀνήλωσα и ἀνάλωσα, pf. ἀνήλωκα и ἀνάλωκα; pass.: fut. ἀνᾱλωθήσομαι, aor. ἀνηλώθην и ἀνᾱλώθην, pf. ἀνήλωμαι и ἀνάλωμαι)
        1) расходовать, тратить, употреблять
        

    (τρεῖς μνᾶς Arph.; χρήματα εἴς τινα и εἴς τι Xen., Plat., Arst., Plut., ἐπί τινι Plat., πρός τι, ὑπέρ τινος и τινί Dem.)

        2) растрачивать, расточать, терять
        

    (ἔπη Arph. и λόγους Dem.; σώματα πολέμῳ Thuc.; ἴδια Arst.; χρόνον καὴ πόνον Plat.; μάτην ὅ βίος ἀνάλωται Plut.)

        3) уничтожать, истреблять, губить, убивать
        

    (τινά Trag., Thuc.; θηρία Xen.; τὸ γήϊνον πᾶν γένος Plat.)

        οἱ ἀναλωθέντες Aesch. — убитые;
        ὡς ἕκαστοι ἐδύναντο ἀνηλοῦντο Thuc. (некоторые из осажденных) покончили с собой кто как мог

        4) исключать, устранять

    Древнегреческо-русский словарь > αναλοω...

  • 4 αναλίσκω

    (αόρ. ανήλωσα, παθ. αόρ. ανηλώθην) μετ. расходовать, тратить, проживать (деньги)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναλίσκω

См. также в других словарях:

  • ἀνήλωσα — ἀνή̱λωσα , ἀναλίσκω use up aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LOGISTAE — apud Athenienses, magistratus erant, forte capti, decem numero, apud quos rationes gesti sui magistratûs referebant cum οἱ εν ἀρχῇ, intra 30. ab abdicato magistratu dies. Hos eo sdem cum τοῖς Ε᾿υθύνοις, fuisse, putat Auctor Etymologici, diverso… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανάλωμα — το (Α ἀνάλωμα και ἀνήλωμα) δαπάνη, έξοδο αρχ. 1. ζημιά, βλάβη, απώλεια 2. αναθυμίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. Το η τής ρηματ. αυξήσεως τού ἀναλίσκω (ἀνήλωσα κ. τ. ό), επεκτάθηκε καταχρηστικά και σε άλλους τύπους, ακόμη και ουσιαστικά, όπως ο… …   Dictionary of Greek

  • χορηγός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.). * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγός, θηλ. χορηγίς, ίδος, Α 1. (στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος κατέβαλλε την δαπάνη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»