-
1 ανηλιος
дор. ἀνάλιος 21) неозаряемый солнцем, бессолнечный, мрачный(μυχοὴ ἄντρων Aesch.; λιβας Eur.; τῆς γῆς μέρος Plut.; χωρίον Luc.)
2) темный, тенисстый(φυλλάς Soph.)
-
2 ανήλιος
α, ο [ος, ον ] несолнечный, не освещённый солнцем, тенистый; тёмный, мрачный -
3 αναλιος
См. также в других словарях:
ἀνήλιος — without sun masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήλιος — α, ο (Α ἀνήλιος, ον) αυτός που δεν τον βλέπει ο ήλιος, σκιερός, σκοτεινός … Dictionary of Greek
ανήλιος, -ια, -ιο — ανήλιαστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνήλιον — ἀνήλιος without sun masc/fem acc sg ἀνήλιος without sun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλίοις — ἀνήλιος without sun masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλίου — ἀνήλιος without sun masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλίους — ἀνήλιος without sun masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλίων — ἀνήλιος without sun masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλίῳ — ἀνήλιος without sun masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλια — ἀνήλιος without sun neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλιοι — ἀνήλιος without sun masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)