Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ανάτηξη

См. также в других словарях:

  • ανάτηξη — η (Α ἀνάτηξις) η εκ νέου τήξη, το ξανάλειωμα, το ξαναλειώσιμο …   Dictionary of Greek

  • λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • παλιγγένεση — η γεωλ. φαινόμενο κατά το οποίο, αν πραγματοποιηθεί τέλεια ή σχεδόν τέλεια ρευστοποίηση ενός πετρώματος, από την κρυστάλλωση τού ρευστοποιημένου υλικού δημιουργείται ένα νέο πέτρωμα, αλλ. διαφορική ανάτηξη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»