Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανάξιος

См. также в других словарях:

  • ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… …   Dictionary of Greek

  • ανάξιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν αξίζει για να του δοθεί κάποιο αξίωμα, κάποια διάκριση: Αυτός είναι ανάξιος για κληρικός. 2. ο αδέξιος, ο ανίκανος: Ως υπουργός φάνηκε ανάξιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνάξιος — ἄναξις bringing up fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀνάξιος unworthy masc nom sg ἀνάξιος unworthy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιώτατον — ἀνάξιος unworthy masc acc superl sg ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc superl sg ἀνάξιος unworthy masc acc superl sg ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξίως — ἀνάξιος unworthy adverbial ἀνάξιος unworthy masc acc pl (doric) ἀνάξιος unworthy adverbial ἀνάξιος unworthy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάξιον — ἀνάξιος unworthy masc acc sg ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc sg ἀνάξιος unworthy masc/fem acc sg ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc sg ἀ̱νάξιον , ἀναξέω hew smooth imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νάξιον , ἀναξέω hew smooth imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιωτάτη — ἀνάξιος unworthy fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) ἀνάξιος unworthy fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξίοις — ἀνάξιος unworthy masc/neut dat pl ἀνάξιος unworthy masc/fem/neut dat pl ἀνάγω lead up fut opt act 2nd sg (doric) ἀνάσσω to be lord fut opt act 2nd sg (doric) ἀνάζω fut opt act 2nd sg (doric) ἀνάζω fut opt act 2nd sg (doric) ἀναξέω hew smooth pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξίου — ἀνάξιος unworthy masc/neut gen sg ἀνάξιος unworthy masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξίους — ἀνάξιος unworthy masc acc pl ἀνάξιος unworthy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξίῳ — ἀνάξιος unworthy masc/neut dat sg ἀνάξιος unworthy masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»