-
1 ανάξιος
[анаксиос] εκ. недостойный, незаслуживающий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάξιος
-
2 недостойный
επ., βρ: -стоия, -стоина, -оανάξιος•он -стоин этой чести αυτός είναι ανάξιος για τέτοια τιμή•
недостойный внимания ανάξιος προσοχής.
|| απρεπής, ανάρμοστος•-ое поведение ανάρμοστη συμπεριφορά•
недостойный поступок ανάρμοστη πράξη.
-
3 недостойный
-
4 недостойный
недостойныйприл ἀνάξιος, ἀναξιοπρεπής, ἀνάρμοστος, ποταπός:\недостойный посту́пок ἡ ἀνάρμοστη πράξη· \недостойный внимания ἀνάξιος προσοχής. -
5 неважный
неважн||ыйприл1. разг ἄσχημος, ὄχι καλός (не вполне хороший)/ μέτριος (посредственный)·2. (несущественный) ἀσήμαντος, ἀνάξιος προσοχής. -
6 никудышный
никудышныйприл разг ἀνάξιος, ἀνίκανος, μηδαμινός, τιποτένιος. -
7 обманывать
обман||ыватьнесов ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, ξεγελώ:\обманыватьывать доверие ἀποδείχνομαι ἀνάξιος τής ἐμπιστοσύνης. -
8 макулатурный
επ.1. ρυπαρός, λερωμένος• κακοτυπωμένος.2. ανάξιος, ατζαμίδικος (για λογοτεχνικό έργο). -
9 неважный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. όχι σοβαρός, μη σπουδαίος, ασήμαντος, επουσιώδης, ανάξιος, -ιόλογος•неважный вопрос όχι σπουδαίο (ασήμαντο) ζήτημα•
это не -жно αυτό δεν είναι σπουδαίο.
2. όχι και καλός ή όχι εντελώς καλός•-ое здоровье όχι και καλή υγεία•
-ые дела όχι και καλές δουλιές ή υποθέσεις.
-
10 незаслуженный
επ.ανάξιος• άδικος•-ая награда βραβείο (βράβευση) που δεν το αξίζει•
-ая репутация, ιδιοποιημένη φήμη•
-ое наказание άδικη τιμωρία.
-
11 плохой
επ., βρ: плох, плоха, плохо.1. κακός, άσχημος•-ая погода άσχημος καιρός, κα-κόκαιρος, παλιόκαιρος•
-йе условия άσχημες συνθήκες•
плохой человек κακός άνθρωπος•
плохой характер άσχημος χαρακτήρας•
-йе вести άσχημες ειδήσεις, κακά μαντάτα•
плохой пример κακό παράδειγμα.
|| αδέξιος• ανάξιος, αναξιόλογος•писатель αναξιόλογος συγγραφέας.
2. ουσ. ουδ. -ое το κακό, το άσχημο•никто -ого про вас не говорил κανένας δεν είπε κακό για σας.
|| αδύνατος, αδύναμος, εξαντλημένος (για ασθενή, γέροντα).εκφρ.пойти по -ой дороге – ή πο•- ому пути – παίρνω άσχημο δρόμο (στη ζωή)•шутки -и с ним – μη κάνεις αστεία με αυτόν, δε σηκώνει αστεία. -
12 площадной
επ.1. παλ. της πλατείας.2. αισχρός, ανάξιος, απότομος, αγύρτικος.εκφρ.площадной театр – παλ. πρόχειρη εξέδρα λαϊκών παραστάσεων. -
13 скоромный
επ., βρ: -мен, -мна, -мно.1. αρτυμένος, μη νηστήσιμος•-ое масло το ζωικόλίπος•
-ая пища αρτυμένη τροφή.
|| ως ουσ. -ое αρτύσιμο.2. μτφ. άπρεπος, ανάξιος.εκφρ.скоромный день – μη νηστήσιμη μέρα.
См. также в других словарях:
ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… … Dictionary of Greek
ανάξιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν αξίζει για να του δοθεί κάποιο αξίωμα, κάποια διάκριση: Αυτός είναι ανάξιος για κληρικός. 2. ο αδέξιος, ο ανίκανος: Ως υπουργός φάνηκε ανάξιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνάξιος — ἄναξις bringing up fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀνάξιος unworthy masc nom sg ἀνάξιος unworthy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιώτατον — ἀνάξιος unworthy masc acc superl sg ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc superl sg ἀνάξιος unworthy masc acc superl sg ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξίως — ἀνάξιος unworthy adverbial ἀνάξιος unworthy masc acc pl (doric) ἀνάξιος unworthy adverbial ἀνάξιος unworthy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάξιον — ἀνάξιος unworthy masc acc sg ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc sg ἀνάξιος unworthy masc/fem acc sg ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc sg ἀ̱νάξιον , ἀναξέω hew smooth imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νάξιον , ἀναξέω hew smooth imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιωτάτη — ἀνάξιος unworthy fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) ἀνάξιος unworthy fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξίοις — ἀνάξιος unworthy masc/neut dat pl ἀνάξιος unworthy masc/fem/neut dat pl ἀνάγω lead up fut opt act 2nd sg (doric) ἀνάσσω to be lord fut opt act 2nd sg (doric) ἀνάζω fut opt act 2nd sg (doric) ἀνάζω fut opt act 2nd sg (doric) ἀναξέω hew smooth pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξίου — ἀνάξιος unworthy masc/neut gen sg ἀνάξιος unworthy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξίους — ἀνάξιος unworthy masc acc pl ἀνάξιος unworthy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξίῳ — ἀνάξιος unworthy masc/neut dat sg ἀνάξιος unworthy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)