-
1 ανάληψη
[аналипси] ουσ. θ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάληψη
-
2 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
-
3 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
4 выемка
-и θ.1. εξαγωγή, εξόρυξη, εκσκαφή, ξέχωμα•выемка грунта εξαγωγή χωμάτων.
|| ανάλήψη, σήκωμα•выемка денег из банка ανάληψη χρημάτων από την τράπεζα.
2. αφαίρεση, κατάσχεση εγγράφων.3. βαθούλωμα, κοιλότητα, εισδοχή, εσοχή.(αρχτ.) ράβδωση, αυλάκωση. || οδόντωμα, εκγλυφή ξυλουργήματος. || εκχωμάτωση.4. κοπή προς τα έσω (για ένδυμα, υπόδημα). -
5 кредит
фин. η πίστωσηвексельный - χορηγούμενη βάσει τίτλου αντιπροσωπεύοντος περιουσιακό στοιχείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кредит
-
6 выемка
выемкаж1. (действие) ἡ ἐκσκαφή, ἡ ἐξόρυξη, τό ξέσκαμμα/ τό σήκωμα, ἡ ἐξαγωγή, ἡ ἀνάληψη (писем)·2. (углубление) τό κοίλωμα, τό βαθούλωμα, ἡ αὐλακιά, τό ἀνοιγμα·3. архит. ἡ ἐγκοπή, τό ἀΰλάκωμα. -
7 вознесение
-я ουδ.βλ. возносение. || Ανάληψη (θρησκ. γιορτή). -
8 вступление
-я ουδ.1. είσοδος, είσδυση, μπάσιμο•вступление войск в город είσοδος των στρατευμάτων στην πόλη•
вступление на престол ανάρρηση στο θρόνο•
вступление в должность ανάληψη υπηρεσίας.
|| εισδοχή•вступление в партию εισδοχή στο κόμμα•
вступление в профсоюз εισδοχή στο συνδικάτο.
2. εισαγωγή, πρόλογος•вступление к поэме εισαγωγή στο ποίημα.
3. συμμετοχή.
См. также в других словарях:
ανάληψη — η 1. το να αποσύρει κανείς τα χρήματα που έχει καταθέσει: Πήγε στην τράπεζα για να κάνει ανάληψη. 2. το να αναλάβει κανείς κάποιο έργο, κάποια υποχρέωση: Ανάληψη αγώνα για την εξύψωση του τύπου. 3. μεγάλη χριστιανική κινητή γιορτή, « Η Ανάληψις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… … Dictionary of Greek
ἀναλήψῃ — ἀναλήψηι , ἀνάληψις taking up fem dat sg (epic) ἀναλαμβάνω take up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… … Dictionary of Greek
Metapolitefsi — The Metapolitefsi (Greek: Μεταπολίτευση, translated as polity or regime change) was a period in Greek history after the fall of the Greek military junta of 1967–1974 that includes the transitional period from the fall of the dictatorship to the… … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε … Dictionary of Greek
αναλήψιμος — η, ο (Α ἀναλήψιμος, ον) [ανάληψη ( ις)] ο σχετικός με την Ανάληψη τού Χριστού ||νεοελλ. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που μπορεί να τόν αποσύρει κανείς … Dictionary of Greek