-
1 ανάκατος
[анакатос] εκ. смешанный, перемешанный, примешанный, замешанный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάκατος
-
2 безалаберный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно;ακατάστατος, άτακτος, ανάκατος. -
3 нестройный
επ., βρ: -оен, -оина, -ойно.1. άκομψος, αφιλοτέχνητος•-ая фигура άκομψη φιγούρα.
|| άτακτος, ακανόν ιστός,.ακατάστατος, ρέμπελος•-ая толпа ανάκατο πλήθος•
-ое войско ρέμπελο ασκέρι•
-ые ряды αζύγιστες ή αστοιχιστες γραμμές.
2. παράφωνος, αναρμό-νιστός ανάκατος, συγκεχυμένος•нестройный шум συγκεχυμένος θόρυβος.
-
4 сбродный
επ.ανάμεικτος, ανάκατος, σύμφυρτος, λογής-λογής, παντοίος. -
5 смешанный
επ. από μτχ.από διασταύρωση. || μικτός•-ая комиссия μικτή επιτροπή.
|| ανάμεικτος, ανακατωμένος, ανάκατος.εκφρ.смешанный лес – μικτό δάσος (από κωνοφόρα και φυλλοφόρα δέντρα)•- ое число – συμμιγής αριθμός. -
6 сумбурный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноμπερδεμένος, ανάκατος, -τωμένος, συγχυσμένος, ασαφής, χαώδης. || ακατάστατος, πολυτάραχος, όλος φροντίδες, σκοτούρες, τρεξίματα. -
7 тварь
-и θ.1. (παλ. %. απλ.) το πλάσμα, το ονтварьи земли τα πλάσματα της γης, τα γήινα όντα.2. (απλ.) πρόστυχος άνθρωπος, προστυχάντζας, χαμένο κορμί.εκφρ.всякой -и по паре – ανάκατος• ανακατωμένος ο ερχόμενος (από τον Νώε, που πήρε από ένα ζευγάρι).
См. также в других словарях:
ανάκατος — η, ο 1. ανακατωμένος, ανάμικτος 2. αυτός που βρίσκεται σε αταξία, ανάστατος, αυτός που είναι άνω κάτω, ακατάστατος 3. αυτός που αποτελείται από ανόμοια πράγματα, συγκεχυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακάτος < *ἀνώκατος με συνεκφορά τών επιρρ. τής … Dictionary of Greek
ανάκατος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που περιέχει ξένα στοιχεία ή διάφορης ποιότητας, ανάμειχτος, όχι αγνός: Πουλούσε βούτυρο ανάκατο με μαργαρίνη. 2. ακατάστατος: Έβαλε τα βιβλία μου στη βιβλιοθήκη ανάκατα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάμικτος — η, ο (Α ἀνάμικτος, ον) [αναμείγνυμι] αυτός που αποτελείται από δύο ή περισσότερα πράγματα ή ποιότητες τού ίδιου πράγματος, που έχει υποστεί ανάμιξη, ανακατεμένος, ανάκατος νεοελλ. ο μη καθαρός, μη αγνός, νοθευμένος … Dictionary of Greek
ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] … Dictionary of Greek
ανακατωτός — ή, ό [ανακατώνω] 1. αυτός που ανακατώθηκε, ανακατωμένος, αναμεμιγμένος, ανάκατος 2. επίρρ. «απ έξω κι ανακατωτά», δίχως ελλείψεις, πολύ καλά (αναφέρεται στην εκμάθηση ή την απομνημόνευση) … Dictionary of Greek
ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… … Dictionary of Greek
σύμφυρτος — η, ο / σύμφυρτος, ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, ή, ό, Ν [συμφύρω] αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος … Dictionary of Greek