-
1 ανάγομαι
-
2 ἀνάγομαι
-
3 ἀνάγομαι
ἀν|άγομαι (ant. κατάγομαι) уходить в открытое море, отплывать; отправляться в путь -
4 ανάγω
(παρατ ανήγον, αόρ. ανήγαγον, παθ. αόρ. ανήχθην) μετ.1) поднимать;ανάγω τα ιστία — поднимать паруса;
2) восходить (к чему-л.), иметь началом (что-л.);ανάγει το γένος του εις... — его род восходит к...;
3) превращать; упрощать; переводить (в эквивалентную величину);ανάγ τάς λίρας εις δραχμάς — превращать лиры в драхмы;
4) мат. приводить, сокращать (дроби);6) редуцировать, сводить к...;§ ανάγω εις φως — раскрывать, разоблачать;
1) — выходить (в море), удаляться ( от берега);ανάγομαι
ανάγομαι εις το πέλαγος — выходить в открытое море;
2) восходить, относиться (к какому-л. времени);αυτό ανάγεται στην εποχή... — это восходит к эпохе...
-
5 προαναγομαι
первым выходить в море -
6 συναναγομαι
1) вместе отступать2) вместе отбывать (на корабле), отплывать Dem. -
7 ἀνάγω
I lead up from a lower place to a higher,ἐς Ολυμπον Thgn.1347
, E.Ba. 289;πρὸς τὸ ὄρος X.An.3.4.28
; ἱερὸν ἀ. ξόανον, of the Trojan horse, E.Tr. 525; ὁ πέπλος ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν Pl Euthphr.6c.2 lead up to the high sea, carry by sea,λαὸν ἀνήγαγεν ἐνθάδ' ἀείρας Il.9.338
; , cf. 6.292;στρατὸν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.10
.θ: but freq. = simple ἄγω, conduct, carry to a place, Il.8.203, Od.3.272; ἀ. ναῦν put a ship to sea, Hdt.6.12, 7.100, etc.; ἀνάγειν abs. in the same sense, Id.3.41, 8.76, cf. D.23.169:—but this is more common in [voice] Med., v. infr. B.I.3 take up from the coast into the interior, Od.14.272; esp. from Asia Minor into Central Asia, ἀ. παρὰ orὡς βασιλέα Hdt. 6.119
, X.HG1.4.6, An.2.6.1, etc.; from Piraeus to Athens, Id.HG2.4.8.4 bring up, esp. from the dead,ἀ. εἰς φάος Hes.Th. 626
; , S.Fr. 557 ([voice] Pass.);τῶν φθιμένων ἀ. A.Ag. 1023
, cf. E.Alc. 985; κλίνει κἀνάγει πάλιν lays low and brings up again, S.Aj. 131;ἐκ λεχέων ἀ. φάμαν παλαιάν
waken up, revive, renew,Pi.
I.4(3).22.5 ἀ. χορόν conduct the choir, Hes.Sc. 280, E.Tr. 326, Th.3.104; ἀ. θυσίαν, ὁρτήν celebrate.., Hdt.2.48,60, al., cf. Act.Ap. 7.41; sacrifice, (ii B. C.).6 lift up, raise, ;τὸ ὄμμα ἀ. ἄνω Pl.R. 533d
; ἀ. τὰς ὀφρῦς, = ἀνασπᾶν, Plu. 2.975c;ἂν πυκτεύοντες ἀνάγωσιν ἑαυτούς Id.2.541b
.7 ἀ. παιᾶνα lift up a paean, S.Tr. 210; ἄναγε πολύδακρυν ἁδονάν, of a song of lamentation, E.El. 126; .8 ἀ. εἰς τιμήν raise to honour, Plu.Num.16;τίμιον ἀ. τινά E.HF 1333
; elevate, οἱ εἰς φιλοσοφίαν ἀνάγοντες [ἀστρονομίαν] Pl.R. 529a.9 in various senses, expectorants,Hp.
Morb.3.15; ἀ. ὀδόντας cut teeth, Id.Aph.3.25; ἀ. πλῆθος αἵματος bring up blood, Plu.Cleom.30; ἀ. μηρυκισμόν chew the cud, LXX Le.11.3, al.; τὸν Νεῖλον ἀναγέτω bring the Nile up [over its banks], Luc.DDeor.3;ἀ. φάλαγγα
deploy,Plu.
Crass.23: Geom., draw a line, Arist.Metaph. 1051a25; ἀ. τεταγμένως erect as an ordinate, Apollon.Perg.Con.2.49; in building, carry a line of works to a point, Plu.Nic.18:ἀ. ὕδωρ
distil,Syn.Alch.
p.66B.12 train, rear,θετὸν υἱόν AP9.254
(Phil.):—[voice] Pass.,εἰς μέτρα ἥβης ἀνηγόμην IG12(7).449
([place name] Amorgos); of plants,ἀ. ἀμπελῶνας S.
(?)Fr. 1010.2 τὸν λόγον ἐπ' ἀρχὴν ἀ. carry back, refer to its principles, Pl.Lg. 626d;εἰς ἄλλας ἀρχάς Arist. EN 1113b20
; , cf. GA 778b1, al.;εἰς γνωριμώτερον Metaph. 1040b20
; generally, refer,πάντα τοῖς λογισμοῖς εἰς ἀσφάλειαν Plu.Brut.12
;εἰς κοινὸν ὄνομα A.D.Synt.266.13
; freq. in [voice] Pass.,ἀνάγομαι εἴς τι Procl.Inst.21
;ὑπό τι Olymp. in Mete.326.33
;ἀπό, ἔκ τινος
to be derived from,A.D.
Adv.121.25, Synt.23.26; ἀ. ἀπό, ἐξ .. derive one's subsistence from.., Vett.Val.10.15,73.11.3 ἀ. τι εἰς τὸν δῆμον, Arist.Pol. 1292a25; of persons, ἀ. τινὰ ἐπὶ τὴν συγγραφήν refer him to the contract, D.56.31.4 reduce syllogism to another figure, Arist.APr. 29b1; reduce an argument to syllogism, ib. 46b40, al.5 in Law, return a slave sold with an undisclosed defect,εἰς πρατῆρα Pl.Lg. 915c
, cf. Hyp.Ath.15.6 refer a claimant,πράτορι ἢ εἰς πόλιν ἔνδικον Milet.3
No.140.42: abs.,ὁ ἔχων ἀναγέτω Foed.Delph.Pell.2
A15;ἀ. ὅθεν εἴληφας D.45.81
.7 rebuild, Plu.Publ.15, Cam.32.10 intr. (sc. ἑαυτόν), withdraw, X.Cyr.7.1.45, etc.; ἐπὶ πόδα ἀ. retreat facing enemy, 3.3.69;ἀ. ἐπὶ σκέλος Ar.Av. 383
: metaph., ἄναγε εἰς τοὐπίσω, perh. nautical, put back again, Pl.R. 528a.B [voice] Med. and [voice] Pass., put out to sea, set sail (v. supr. 1.2), Il.1.478, Hdt.3.137, etc.: [tense] fut.ἀνάξεσθαι Th.6.30
, etc.;ἀναχθέντες Hdt.3.138
, 4.152, cf. A.Ag. 626.2 metaph., put to sea, i. e. make ready, prepare oneself,ὡς ἐρωτήσων Pl.Chrm. 155d
, cf. Erx. 392d. -
8 ἀντεπανάγομαι
ἀντεπ-ανάγομαι [ᾰγ],Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντεπανάγομαι
-
9 ὑπεξανάγομαι
A put out to sea secretly, Th.3.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεξανάγομαι
См. также в других словарях:
ανάγομαι — ανάγομαι, (να αναχθώ) βλ. πίν. 136 Σημειώσεις: ανάγομαι : σπάνια η χρήση του αορίστου συνήθως προτιμάται ο παρακείμενος (έχω αναχθεί) και οι τύποι της υποτακτικής (να αναχθώ κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀνάγομαι — ἀνάγω lead up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαναφέρω — (AM ἐπαναφέρω) νεοελλ. 1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω 2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη») 3. θέτω εκ νέου, προβάλλω μσν. ζωντανεύω, ανασταίνομαι αρχ. μσν. συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου αρχ. 1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον… … Dictionary of Greek
καταστοιχειούμαι — καταστοιχειοῡμαι, όομαι (Α) ανάγομαι στα στοιχεία μου, είμαι στοιχειώδης («τύπος κατεστοιχειωμένος» στοιχειώδες διάγραμμα, σχέδιο που έχει αναχθεί στα στοιχεία του, Επίκ. στον Διογ. Λαέρτ.) … Dictionary of Greek
κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… … Dictionary of Greek
προσαναβαίνω — Α [ἀναβαίνω] 1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος 2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη 3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.) 4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον 5. ιππεύω επιπροσθέτως 6. μτφ.… … Dictionary of Greek
συνδιαπίπτω — ΜΑ πέφτω ανάμεσα, εμπίπτω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον αρχ. (σχετικά με προγόνους) ανάγομαι σε πολλούς μαζί («εἰς ὅν ἁ τᾱς Ἑλλάδος εὐγένεια ἐν τοῑς μάλιστα συνδιαπείπτει», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπίπτω «πέφτω ανάμεσα»] … Dictionary of Greek
ανήκω — και πρτ. ανήκα (χωρίς άλλους χρόνους) 1. είμαι κτήμα κάποιου: Το σπίτι αυτό ανήκει σε μένα. 2. είμαι αντικείμενο δικαιώματος ή ευθύνης κάποιου: Πίστευε πως ανήκε πρώτα στην πατρίδα κι ύστερα στην οικογένειά του. 3. ανάγομαι, αναφέρομαι: Αυτά πια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)