-
1 αναβώ
ἀνάπτωmake fast on: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)ἀναβαίνωgo up: aor subj act 1st sg (attic epic doric) -
2 ἀναβῶ
ἀνάπτωmake fast on: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)ἀναβαίνωgo up: aor subj act 1st sg (attic epic doric) -
3 ανάβω
ἀνά̱βω, ἄνηβοςnot yet come to man's estate: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric)ἀνά̱βω, ἄνηβοςnot yet come to man's estate: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic) -
4 ἀνάβω
ἀνά̱βω, ἄνηβοςnot yet come to man's estate: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric)ἀνά̱βω, ἄνηβοςnot yet come to man's estate: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic) -
5 ανάβω
(αόρ. άναψα) 1. μετ.1) разжигать (дрова); затапливать (плиту, печь);ανάβω τό τσιγάρο — закурить папиросу, сигарету;
2) зажигать (свет);ανάβω τη λάμπα — зажечь лампу;
ανάβω τό φως — зажигать (включать) свет;
3) перен. разжигать; возбуждать, воспламенять;4) перен. влепить (оплеуху и т. п.); του άναψα μιά στα μούτρα я ему влепил пощёчину; 2. αμετ. 1) разжигаться, разгораться, гореть; 2) перен. вспыхивать, разгораться, возгораться; 3) перен. перегреваться;τον Ιούλιο ανάβει η άσφαλτος — в июле асфальт накаляется;
ο πόλεμος άναψε вспыхнула война;ανάψανε τα αίματα μου кровь во мне закипела; 4) преть, гнить (чаще о зерновых или сырах) -
6 ανάβω
[анаво] ρ зажигать, включать. -
7 ανάβω
yakmak, tutuşturmak -
8 ανάβω
1) allumer2) brûler3) chauffer4) enflammer -
9 ανάβω
1) rozpalać czas.2) rozżarzyć czas.3) zapalać czas.4) zapalić czas.5) zapłonąć czas. -
10 ανάβω
1) podnítit2) rozdmýchat3) rozněcovat4) roznítit5) rozsvítit6) svítit7) vznítit8) zanítit9) zapálit10) zapalovat -
11 ανάβω
1) kindle2) lightΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανάβω
-
12 ανάπτω
(αόρ. ήναψα) см. ανάβω -
13 ανάφτω
см. ανάβω -
14 άφτω
(αόρ. ήψα) см. ανάβω;§ στο άψε σβήσε очень быстро, мгновенно, в мгновение ока -
15 ηλεκτρικό(ν)
το электрический свет, электричество;ανάβω το ηλεκτρικό(ν) — зажигать электричество
-
16 ηλεκτρικό(ν)
το электрический свет, электричество;ανάβω το ηλεκτρικό(ν) — зажигать электричество
-
17 πάθος
τό1) страсть; страстность; пафос;με πάθος — страстно; — со страстью;
τραγουδάει με πάθος — он поёт с большим чувством;
2) страсть, пристрастие, влечение;έχει πάθος με την μουσική — у него влечение к музыке;
3) ненависть; вражда; гнев;έχω πάθος εναντίον κάποιου — ненавидеть кого-л.;
4) болезнь, недуг;τα (γυναικεία) πάθη венерические болезни; 5) страдания; беды, горести; 6) πλ. страсти, волнения;πολιτικά πάθη — политические страсти;
ανάβω τα πάθη — разжигать страсти;
§ χωρίς φόβο και πάθος — или ||νευ φόβου και πάθους — беспристрастно, объективно;
πέρασα τα πάθη τού Χρίστου — я замучился ужасно, я испытал невыносимые мучения
-
18 σόμπα
η печь, печка;ανάβω τη σόμπα — растапливать печку; — топить печь
-
19 στουρνάρι
τό1) кремень;ανάβω φωτιά με το στουρνάρι — высекать огонь из кремня;
2) острый камень;3) перен. неотёсанный человек; невежда -
20 φούρνος
ο1) печь;ανάβω (καίω) το φούρνο — растапливать (топить) печь;
2) духовка;3) пекарня; 4) топка (парового котла);§ κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε ( — или γκρέμισε, χάλασε, έκεσε) — словно гром среди ясного неба;
φούρνος (ας)
μην καπνίσει! — пропади всё пропадом!;εδώ είναι φούρνος — ну и баня здесь!
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανάβω — και ανάφτω άναψα, ανάφτηκα, αναμμένος 1. μτβ., βάζω ή προκαλώ φωτιά σε ξύλα ή φωτιστική συσκευή: Άναψα το τζάκι. – Άναψα το ηλεκτρικό. 2. αμτβ., θερμαίνομαι, πυρακτώνομαι: Κοίταξε, το σίδερο άναψε. 3. μτβ., μτφ., εξάπτω, εξοργίζω: Μ αυτά που του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάβω — ανάβω, άναψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
ἀναβῶ — ἀνάπτω make fast on aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀναβαίνω go up aor subj act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάβω — ἀνά̱βω , ἄνηβος not yet come to man s estate masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric) ἀνά̱βω , ἄνηβος not yet come to man s estate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβοσβήνω — ανάβω και σβήνω συνεχώς, κατ’ επανάληψη … Dictionary of Greek
ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… … Dictionary of Greek
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
αμφιδαίω — ἀμφιδαίω (Α) [δαίω] 1. ανάβω, καίω ή φλέγομαι ολόγυρα 2. περιβάλλω, τυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δαίω «ανάβω, φλέγω»] … Dictionary of Greek
αναδαίω — ἀναδαίω (Α) ανάβω, βάζω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δαίω «ανάβω»] … Dictionary of Greek