-
1 αμύητος
[амиитос] εκ. непосвященный, незнающий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμύητος
-
2 непосвящённый
επ.αμύητος, ακατατόπιστός, απληροφόρητος. || ως ουσ. αμύητος, αμυσταγώγητος. -
3 неосведомленный
неосведомленныйприл ἀπληροφόρητος, ἀδαής, ἀμύητος. -
4 непосвященный
непосвященныйприл ἀμύητος, ἀνήξερος. -
5 непосвящённый
[νιπασβιστσιόννυΐ] εκ. αμύητος, ανήξερος -
6 непосвящённый
[νιπασβιστσιόννυϊ] επ αμύητος, ανήξερος -
7 неосведомлённый
επ.ακατατόπιστός, ανημέρωτος, απληροφόρητος• αμύητος. -
8 несведущий
επ., βρ: -дущ, -а, -еαπληροφόρητος, ακατατόπιστός, ανημέρωτος αμύητος• ανίδεος, ανήξερος.
См. также в других словарях:
ἀμύητος — uninitiated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύητος — η, ο (Α ἀμύητος, ον) ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος αρχ. 1. (στον Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
αμύητος — η, ο 1. αυτός που δε μυήθηκε στα μυστήρια κάποιας θρησκείας: Οι αμύητοι δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στα Ελευσίνια μυστήρια. 2. αυτός που δεν ξέρει καλά μια επιστήμη, θεωρία ή τέχνη: Είναι ακόμη αμύητος στη Χημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμυήτως — ἀμύητος uninitiated adverbial ἀμύητος uninitiated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύητον — ἀμύητος uninitiated masc/fem acc sg ἀμύητος uninitiated neut nom/voc/acc sg ἀμύ̱ητον , ἠμύω bow down pres subj act 3rd dual ἀμύ̱ητον , ἠμύω bow down pres subj act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτοις — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτοισιν — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτου — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτους — ἀμύητος uninitiated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτων — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτῳ — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)