-
1 αμόλυντος
[амолиндос] εκ. чистый, незараженный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμόλυντος
-
2 незаразный
επ.αμετάδοτος, μη κολλητικός•-ая болезнь αμετάδοτη ασθένεια.
|| αμόλυντος, αμίαντος•незаразный больной αμόλυντος ασθενής.
-
3 незапятнанный
незапятнанн||ыйприл ἀκηλίδωτος, δμεμπτος, ἄσπιλος (чистый) / ἀμίαντος, ἀμόλυντος (неоскверненный):\незапятнанныйое имя ἀκηλίδωτο ὅνομα -
4 непорочный
непорочныйприл ἀγνός, ἄσπιλος, ἀμόλυντος / ἀθῶος (невинный). -
5 нетронутый
нетро́нут||ыйприл1. ἄθικτος, ἀνέπαφος, ἄγγιχτος / παρθένος, χέρσος (о природе, снеге и т. п.):\нетронутыйая еда ἀνέπαφο φαγητό·2. перен (чистый, целомудренный) ἀμόλυντος, ἀμίαντος, ἀκηλίδωτος. -
6 нетронутый
επ., βρ: -нут, -а, -оάθικτος, άψαυστος, ανέπαφος, απείραχτος, άγγιχτος. || μτφ. καθαρός, αγνός, παρθενικός, αμίαντος, αμόλυντος.
См. также в других словарях:
ἀμόλυντος — undefiled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμόλυντος — η, ο (Α ἀμόλυντος, ον) [μολύνω] (με ηθική σημασία) αμίαντος, ακηλίδωτος, καθαρός, άσπιλος, αγνός νεοελλ. αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια) … Dictionary of Greek
αμόλυντος — η, ο αμόλευτος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμολυντότερον — ἀμόλυντος undefiled adverbial comp ἀμόλυντος undefiled masc acc comp sg ἀμόλυντος undefiled neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολύντως — ἀμόλυντος undefiled adverbial ἀμόλυντος undefiled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόλυντον — ἀμόλυντος undefiled masc/fem acc sg ἀμόλυντος undefiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολύντοις — ἀμόλυντος undefiled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολύντου — ἀμόλυντος undefiled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολύντους — ἀμόλυντος undefiled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολύντων — ἀμόλυντος undefiled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολύντῳ — ἀμόλυντος undefiled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)