Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αμπαρώνω

  • 1 задраивать

    мор. (σανιδο)κλείνω, αμπαρώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задраивать

  • 2 bar

    1. noun
    1) (a rod or oblong piece (especially of a solid substance): a gold bar; a bar of chocolate; iron bars on the windows.) ράβδος, πλάκα
    2) (a broad line or band: The blue material had bars of red running through it.) φαρδιά ρίγα
    3) (a bolt: a bar on the door.) αμπάρα
    4) (a counter at which or across which articles of a particular kind are sold: a snack bar; Your whisky is on the bar.) πάγκος
    5) (a public house.) μπαρ
    6) (a measured division in music: Sing the first ten bars.) μπάρα
    7) (something which prevents (something): His carelessness is a bar to his promotion.) εμπόδιο
    8) (the rail at which the prisoner stands in court: The prisoner at the bar collapsed when he was sentenced to ten years' imprisonment.) εδώλιο
    2. verb
    1) (to fasten with a bar: Bar the door.) αμπαρώνω
    2) (to prevent from entering: He's been barred from the club.) αποκλείω
    3) (to prevent (from doing something): My lack of money bars me from going on holiday.) εμποδίζω
    3. preposition
    (except: All bar one of the family had measles.)
    - barman
    - bar code

    English-Greek dictionary > bar

  • 3 bolt

    [boult] 1. noun
    1) (a bar to fasten a door etc: We have a bolt as well as a lock on the door.) αμπάρα, μάνταλο
    2) (a round bar of metal, often with a screw thread for a nut: nuts and bolts.) μπουλόνι
    3) (a flash of lightning.) κεραυνός
    4) (a roll (of cloth): a bolt of silk.) τόπι υφάσματος
    2. verb
    1) (to fasten with a bolt: He bolted the door.) αμπαρώνω
    2) (to swallow hastily: The child bolted her food.) χάφτω, καταβροχθίζω
    3) (to go away very fast: The horse bolted in terror.) αφηνιάζω, δραπετεύω
    - bolt-upright
    - boltupright
    - a bolt from the blue

    English-Greek dictionary > bolt

  • 4 затворить

    -ори, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затворенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κλείνω με το,μάνταλο, μανταλώνω, συρτώνω, αμπαρώνω.
    2. κλειδώνω μέσα, εγκλείω, περιορίζω.
    1. βλ. ρ. ενεργ. φ. дверь -лась η πόρτα έκλεισε.
    2. κλείνομαι,κλειδώνομαι, αμπαρώνομαι•

    они -лись втроем и что-то тайно обсуждают κλειδώθηκαν οι τρεις και μυστικά κάτι συζητούν.

    || απομονώνομαι, κλείνομαι στον εαυτό μου, αποφεύγω τα εγκόσμια.

    Большой русско-греческий словарь > затворить

См. также в других словарях:

  • αμπαρώνω — αμπαρώνω, αμπάρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμπαρώνω — κλείνω την πόρτα με αμπάρα για μεγαλύτερη ασφάλεια η μετοχή αμπαρωμένος έχει και την έννοια κλεισμένος στον εαυτό του, απρόθυμος για επικοινωνία ή συνεννόηση, επιφυλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρα. ΠΑΡ. αμπάρωμα, αμπαρωτός] …   Dictionary of Greek

  • αμπαρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, βάζω την αμπάρα, κλείνω καλά την πόρτα: Από τόσο νωρίς αμπαρωθήκατε; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπάρα — η (Μ ἀμπάρα) (Ν και μπάρα) 1. σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός, που τοποθετείται πίσω από θύρα από τη μια παραστάδα μέχρι την άλλη για να εμποδίσει το άνοιγμά της, σύρτης, μάνταλο 2. κάθε χοντρό και μικρό σε μήκος ξύλο που μοιάζει με αμπάρα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αμπάρωμα — και μπάρωμα, το [αμπαρώνω] κλείσιμο με αμπάρα, σφάλισμα …   Dictionary of Greek

  • αμπαρωτός — ή, ό [αμπαρώνω] αυτός που κλείνεται ή έχει κλειστεί με αμπάρα ή γενικότερα αυτός που κλείνεται με ασφάλεια …   Dictionary of Greek

  • γαρνίζω — (Μ γαρνίζω) 1. (για κάστρο) οχυρώνω, ενισχύω 2. (για πόρτα) ασφαλίζω, αμπαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garnir «εφοδιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κλειδαμπαρώνω — ασφαλίζω πολύ καλά τις πόρτες με κλειδί και με αμπάρα, μανταλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδώνω + αμπαρώνω] …   Dictionary of Greek

  • μανταλώνω — (Α μανδαλῶ, όω, Μ μανταλώνω) [μάνταλο] κλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνω νεοελλ. περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι …   Dictionary of Greek

  • μοχλεύω — (ΑΜ μοχλεύω, Α ιων. και επικ. τ. μοχλέω) [μοχλός] μετακινώ, μετατοπίζω ή ανυψώνω κάτι με τη βοήθεια μοχλού νεοελλ. μσν. μτφ. αναμοχλεύω, αναζωπυρώνω μσν. αρχ. μτφ. μηχανορραφώ, υποκινώ, προξενώ αρχ. κλείνω, μανταλώνω, αμπαρώνω …   Dictionary of Greek

  • μοχλώ — μοχλῶ, όω (Α) [μοχλός] ασφαλίζω με μοχλό, κλείνω με αμπάρα, αμπαρώνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»