-
1 αμιλλώμαι
ἁμιλλάομαιcompete: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἁμιλλάομαιcompete: pres ind mp 1st sgἁμιλλάομαιcompete: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) -
2 ἁμιλλῶμαι
ἁμιλλάομαιcompete: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἁμιλλάομαιcompete: pres ind mp 1st sgἁμιλλάομαιcompete: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) -
3 αμιλλώμαι
(α) 1. αμετ. соревноваться;2. μετ. 1) соперничать (с кем-л.); 2) быть на том же уровне; быть равноценным (кому-чему-л.) -
4 αμιλλώμαι
rekabet etmek -
5 ἁμιλλάομαι
A , Pl.R. 349c: [tense] aor.ἡμιλλήθην E.
(v. infr.), Th.6.31; laterἡμιλλησάμην Plu.Arat.3
, Luc.Par.51, Aristid.1.127, 149 J., etc.: [tense] pf.ἡμίλλημαι E.
(v. infr. 11.1):—compete, vie, contend, Ar.l.c., etc.;πρὸς ἀλλήλους Th.
l.c.: c. dat.pers., Hdt.4.71, E.Andr. 127, etc.; : c. dat. rei, contend in or with a thing,ἁμιλληθεὶς λόγῳ Id.Supp. 195
, cf.HF 1255; ; ἵπποις, τόξοις, etc., And.4.27, Pl.R. 328a, cf. Lg. 834a; περί τινος about or for a thing, Luc.Charid.20;περί τινι Pi.N.10.31
; ἐπί or πρός τι, Pl.Lg. 830e, 968b;ὑπέρ τινος Plb.5.86.8
: ἁ. ὡς .. or ὅπως .., Pl.R. 349c, X.HG7.2.14: c. acc. cogn.,ἁ. στάδιον Pl.Lg. 833a
.2 in pass. sense, made subjects of contest,E.
Fr.812.2.II without idea of rivalry, strive, hasten eagerly,ἐπὶ τὸ ἄκρον X.An.3.4.44
; πρός τι to obtain a thing, Pl.R. 490a, Arist.EN 1162b8, al.;δεῦρ' ἁμιλλᾶται ποδί E.Or. 456
;σὲ τὴν ὄρεγμα δεινὸν ἡμιλλημένην Id.Hel. 546
: metaph., c. acc. cogn., ποῖον ἁμιλλᾱθῶ γόον; how shall I groan loud enough? ib. 165;τόνδ' ἁμιλλῶμαι λόγον Hec. 271
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμιλλάομαι
См. также в других словарях:
αμιλλώμαι — βλ. πίν. 61 (μόνο στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek
ἁμιλλῶμαι — ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἁμιλλάομαι compete pres ind mp 1st sg ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… … Dictionary of Greek
προσαμιλλώμαι — άομαι, Α αμιλλώμαι με κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἁμιλλῶμαι «συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι»] … Dictionary of Greek
αθλεύω — ἀθλεύω (Α) 1. αγωνίζομαι για βραβείο, αμιλλώμαι, παλεύω, μάχομαι 2. αγωνίζομαι, υποφέρω για κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἆθλος, ἄθλον. ΠΑΡ. αρχ. ἄθλευμα] … Dictionary of Greek
αμίλλημα — ἁμίλλημα, το (Α) [ἁμιλλῶμαι] 1. αγώνας, πάλη 2. γενετήσια μίξη, συνουσία … Dictionary of Greek
αμιλλητήρ — ἁμιλλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀμιλλητήριος] … Dictionary of Greek
αμιλλητικός — ἁμιλλητικός, ή, όν (Α) αυτός που αναφέρεται στην άμιλλα ή ρέπει προς αυτήν, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τικός] … Dictionary of Greek
αναμίλλητος — ἀναμίλλητος, ον (ΑΜ) [ἁμιλλῶμαι] αδιαφιλονίκητος, ασυναγώνιστος … Dictionary of Greek
ανθρωραΐζομαι — ἀνθωραΐζομαι (Α) αμιλλώμαι με κάποιον άλλο για το ωραίο … Dictionary of Greek