-
1 αμετάπειστος
[амэтапистос] еж. не поддающийся убеждениям, упрямый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμετάπειστος
-
2 поддаваться
поддавать||ся1. ὑποχωρώ, ἐνδίδω, ὑποκύπτω·2. (оказаться под воздействием) ὑποβάλλομαι, ὑφίσταμαι:не поддающийся убеждению ἀνένδοτος, ἀμετάπειστος· \поддаватьсяся чьему-л. влиянию πέφτω κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή, ἐπηρεάζομαι· \поддаватьсяся искушению ὑποκύπτω στον πειρασμό, δελεάζομαι· ◊ это не поддается описанию αὐτό δέν περιγράφεται, εἶναι ἀπερίγραπτο. -
3 уговор
уговорм1. ἡ πειθώ:не поддаваться \уговорам δέν πείθομαι, εἶμαι ἀμετάπειστος·2. (взаимное соглашение) ἡ συμφωνία, ἡ συνεννόηση [-ις]:согласво \уговору ὅπως συμφωνήσαμε.
См. также в других словарях:
ἀμετάπειστος — not to be moved by persuasion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάπειστος — η, ο (Α ἀμετάπειστος, ον) [μεταπείθω] 1. αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν είναι δυνατό να μεταπειστεί, ανένδοτος 2. (για πράγματα) αμετακίνητος, σταθερός … Dictionary of Greek
αμετάπειστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μεταπείστηκε ή δε μεταπείθεται, ανένδοτος: Του τα είπα όλα αυτά, αλλά μένει αμετάπειστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεταπείστως — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion adverbial ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάπειστον — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem acc sg ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπείστου — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπείστῳ — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάπειστοι — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάγιστος — η, ο [βαγίζω] 1. άκαμπτος, αλύγιστος 2. (για πρόσωπα) αμετάπειστος … Dictionary of Greek
ακλόνητος — η, ο (Μ ἀκλόνητος, ον) [κλονῶ] 1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός 2. απτόητος, αμετάπειστος μσν. επίρρ. ἀκλονήτως χωρίς λιποψυχία … Dictionary of Greek
ανένδοτος — η, ο (Α ἀνένδοτος, ον) [ενδίδω] 1. εκείνος που δεν ενδίδει, ανυποχώρητος, αμετάπειστος 2. εκείνος που γίνεται με επιμονή, συνεχής, αδιάκοπος … Dictionary of Greek