-
1 αμελώ
[амэло] р. быть нерадивым, небрежным,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμελώ
-
2 забрасывать
забрасыватьнесов1. (закидывать куда-л.) πετώ, ρίχνω·2. (закидывать чем-л.) ρίχνω πάνω σέ κάποιον3. (засовывать) χώνω·4. (оставлять без внимания) παρατώ, ἀμελω. -
3 забывать
забыва||тьнесов ξεχνώ, λησμονώ, (παρ)αμελώ. -
4 запускать
запускать Iнесов, разг1. (бросать с силой) ρίχνω, ἐκοφένδονίζω, ἐκτοξεύω, ἐξαπολύω:\запускать камнем в окно́ ρίχνω πέτρα στό παράθυρο· \запускать спу́тник (ракету) ἐξαπολύω (или ἐκτοξεύω) δορυφόρο (πύραυλο)·2. (засовывать) χώνω:\запускать ру́ку в карман χώνω τό χέρι στήν τσέπη.запускать IIнесов (переставать за-ботиться) ἀμελώ, παραμελώ, παρατάω, ἐγκαταλείπω:\запускать хозяйство (болезнь) παραμελώ τό νοικοκυριό (τήν ἀρρώστια). -
5 манкировать
манкироватьсов и несов (пренебрегать) παραμελώ, ἀμελώ:\манкировать своими обязанностями παραμελώ τά καθήκοντα μου· \манкировать занятиями ἀπουσιάζω ἀπό τά μαθήματα. -
6 запускать
[ζαπουσκατ"] ρ. παρατάω, αμελώ -
7 запускать
[ζαπουσκατ"] ρ παρατάω, αμελώ -
8 манкировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. (γραπ. λόγος) παραμελώ•манкировать службой, уроками παραμελώ την υπηρεσία, τα μαθήματα.
2. παλ. απουσιάζω, λείπω•ученики у нас редко -ют οι μαθητές μας σπάνια απουσιάζουν.
3. δε σέβομαι• περιφρονώ.4. αμελώ να στείλω γράμμα. -
9 простеречь
ρ.σ.μ.1. περιφρουρώ, φυλάγω, φρουρώ (για ένα χρον. διάστημα)•всё лето я -г стадо όλο το καλοκαίρι εγώ φύλαξα το κοπάδι.
2. παραμελώ, αμελώ τη φύλαξη•простеречь воров από δικιά μου παραμέληση μπήκαν οι κλέφτες.
-
10 раздумать
См. также в других словарях:
αμελώ — αμελώ, αμέλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… … Dictionary of Greek
αμελώ — ησα, ήθηκα, ημένος, παραμελώ, αδιαφορώ: Τον τελευταίο καιρό αμελείς πολύ τις δουλειές σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμελῶ — ἀμελέω have no care for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀμελέω have no care for pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηλογώ — κατηλογῶ, έω (Α) αμελώ, περιφρονώ, καταφρονώ («κατηλόγησε τοῡτο ὡς ἐὸν ἄμαχόν τε καὶ ἀπότομον», Ηρόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλογῶ «αμελώ, περιφρονώ». Το η τού κατηλογῶ είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
παραμελώ — παραμελῶ, έω, ΝΑ 1. αμελώ, δεν φροντίζω για κάποιον ή για κάτι 2. παθ. παραμελοῡμαι, έομαι εγκαταλείπομαι από κάποιον («παραμελημένα παιδιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀμελῶ] … Dictionary of Greek
παρολιγωρώ — έω, Α ολιγωρώ λίγο, αμελώ, παραμελώ, περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀλιγωρῶ «αμελώ, αδιαφορώ»] … Dictionary of Greek
υπαμελώ — έω, Α αμελώ κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀμελῶ] … Dictionary of Greek
άμελος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει επιμέλεια, που δείχνει αδιαφορία, αφροντισιά, ανέμελος, φυγόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμελώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμελιά] … Dictionary of Greek
αμέλει — ἀμέλει (προστ. τού ἀμελῶ) (AM) μσν. (ως επίρρ. για να δηλώσει έμφαση) πραγματικά, στην πραγματικότητα αρχ. 1. μη σέ μέλει, μη σέ νοιάζει, να είσαι ήσυχος (ειδικά στην αρχή απαντήσεως) 2. (ως επίρρ.) (συχνά και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, φυσικά … Dictionary of Greek
αμέλημα — ἀμέλημα, το (Α) [ἀμελῶ] κάτι που έγινε από αμέλεια, αποτέλεσμα αμελείας … Dictionary of Greek