Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αμελώ

См. также в других словарях:

  • αμελώ — αμελώ, αμέλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… …   Dictionary of Greek

  • αμελώ — ησα, ήθηκα, ημένος, παραμελώ, αδιαφορώ: Τον τελευταίο καιρό αμελείς πολύ τις δουλειές σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμελῶ — ἀμελέω have no care for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀμελέω have no care for pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηλογώ — κατηλογῶ, έω (Α) αμελώ, περιφρονώ, καταφρονώ («κατηλόγησε τοῡτο ὡς ἐὸν ἄμαχόν τε καὶ ἀπότομον», Ηρόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλογῶ «αμελώ, περιφρονώ». Το η τού κατηλογῶ είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • παραμελώ — παραμελῶ, έω, ΝΑ 1. αμελώ, δεν φροντίζω για κάποιον ή για κάτι 2. παθ. παραμελοῡμαι, έομαι εγκαταλείπομαι από κάποιον («παραμελημένα παιδιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀμελῶ] …   Dictionary of Greek

  • παρολιγωρώ — έω, Α ολιγωρώ λίγο, αμελώ, παραμελώ, περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀλιγωρῶ «αμελώ, αδιαφορώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπαμελώ — έω, Α αμελώ κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀμελῶ] …   Dictionary of Greek

  • άμελος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει επιμέλεια, που δείχνει αδιαφορία, αφροντισιά, ανέμελος, φυγόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμελώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμελιά] …   Dictionary of Greek

  • αμέλει — ἀμέλει (προστ. τού ἀμελῶ) (AM) μσν. (ως επίρρ. για να δηλώσει έμφαση) πραγματικά, στην πραγματικότητα αρχ. 1. μη σέ μέλει, μη σέ νοιάζει, να είσαι ήσυχος (ειδικά στην αρχή απαντήσεως) 2. (ως επίρρ.) (συχνά και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, φυσικά …   Dictionary of Greek

  • αμέλημα — ἀμέλημα, το (Α) [ἀμελῶ] κάτι που έγινε από αμέλεια, αποτέλεσμα αμελείας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»