-
1 αμείβω
[амиво] р. награждатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμείβω
-
2 избыток
избыт||окм1. (излишек) τό περίσσευμα, τό ξεχείλισμα, τό πλεόνασμα:\избыток энергии τό ξεχείλισμα ἐνέργειας·2. (изо· билие) ἡ πληθώρα, ἡ ἀφθονία в \избытокке ἐν ἀφθονία· вознаградить кого́-л. с \избытокком ἀμείβω κάποιον μέ τό παραπάνω. -
3 воздать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. воздал, -ла, -ло, προστκ. воздай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. возданный, -дан, -а, -о, ρ.σ.μ.(παλ. κ. υψ. ύφος) αμείβω, ανταμείβω• αποδίδω•воздать должное по заслугам ανταμείβω για τις υπηρεσίες•
справедливость! αποδίδω τη δίκαιο•
воздать должное ανταμείβω•
воздать воинские почести αποδίδω στρατιωτικές τιμές.
|| μτφ. πληρώνω, κάνω, αποδίδω•воздать добром за зло κάνω καλό αντί για κακό•
αμείβομαι πληρώνομαι•воздать по заслугам αμείβομαι για τις υπηρεσίες.
-
4 вознаградить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -авденный, βρ: -ден, -дена, -ноρ.σ.μ.αμείβω, ανταμείβω, επιβραβεύω•вознаградить за труд ανταμείβω για τη δουλειά.
αμείβομαι, ανταμείβομαι• επιβραβεύομαι.
См. также в других словарях:
αμειβώ — ἀμειβώ ( οῡς), η (Μ) [ἀμείβω] αμοιβή … Dictionary of Greek
ἀμείβω — change pres subj act 1st sg ἀμείβω change pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείβω — αμείβω, άμειψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
αμείβω — άμειψα, αμείφτηκα 1. ανταμείβω, βραβεύω: Για τις υπηρεσίες του αυτές δεν αμείφτηκε. 2. η μτχ. ενεστ. στον πληθ., οι αμείβοντες σημαίνει δύο δοκάρια που έχουν συνδεθεί σε σχήμα Λ και τα οποία, στερεωμένα στο κατάστρωμα του πλοίου, χρησιμεύουν,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμείβῃ — ἀμείβω change pres subj mp 2nd sg ἀμείβω change pres ind mp 2nd sg ἀμείβω change pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείψασθε — ἀμείβω change aor imperat mid 2nd pl ἀ̱μείψασθε , ἀμείβω change aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) ἀμείβω change aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείψουσι — ἀμείβω change aor subj act 3rd pl (epic) ἀμείβω change fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀμείβω change fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείψουσιν — ἀμείβω change aor subj act 3rd pl (epic) ἀμείβω change fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀμείβω change fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειβομένω — ἀμείβω change pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual ἀμείβω change pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειβομένων — ἀμείβω change pres part mp fem gen pl ἀμείβω change pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)