-
1 αμαρτωλός
[амартолос] εκ. грешный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμαρτωλός
-
2 αμαρτωλός
[амартолос] ουσ. а грешник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμαρτωλός
-
3 греховный
грех||о́вныйприл Ενοχος, ἀμαρτωλός. -
4 греховодиик
грех||ово́диикм уст., разг ὁ ἀμαρτωλός. -
5 грешник
грешн||икм ὁ ἀμαρτωλός. -
6 грешный
грешн||ыйприл ἔνοχος (о мыслях и т. ἡ.)Ι ἀμαρτωλός (о человеке)· ◊ \грешныйым делом вводн. сл. разг ὁμολογώ τήν ἀμαρτία μου. -
7 падший
падшийприл ἀμαρτωλός -
8 грешник
[γκριέσνικ/] ουσ. α. αμαρτωλός -
9 грешник
[γκριέσνικ] ουσ α αμαρτωλός -
10 греховный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноαμαρτωλός•-ая жизнь αμαρτωλή ζωή.
-
11 греховодник
-а α., -ца, -ы θ.αμαρτωλός• κακοήθης, ακόλαστος. || (απλ.) άταχτο παιδί. -
12 грешник
-а α., -ца, -ы θ.αμαρτωλός, -ή -
13 грешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αμαρτωλός.2. ένοχος.εκφρ.- ым делом – δυστυχώς πρέπει να παραδεχτώ ή δυστυχώς λέγω την αμαρτία μου•грешный человек – παλ. ένοχος, φταίχτης. -
14 каяться
каюсь, каешьсяρ.δ.1. μετανιώνω, μετανοώ, μεταμελούμαι.2. παραδέχομαι, αναγνωρίζω (λάθος, φταίξιμο).3. (εκκλσ.) ομολογώ τις αμαρτίες μου, μετανοώ•кающийся грешник ο μετανοών αμαρτωλός.
-
15 многогрешный
επ.πολύ αμαρτωλός, κολασμένος. -
16 небезгрешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. όχι αναμάρτητος (αμαρτωλός).2. άνομος, παράνομος•-ые доходи αθέμιτα έσοδα.
-
17 неправедный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно παλ.1. άδικος•неправедный начальник άδικος προϊστάμενος.
2. αμαρτωλός•-ая жизнь αμαρτωλή ζωή.
-
18 нечистый
επ., βρ: -ист, -а, -о.1. ακάθαρτος, λερωμένος, βρώμικος•-ая посуда ακάθαρτα αγγεία.
2. μη γνήσιος, νοθευμένος. || μουντός•нечистый цвет μουντό χρώμα.
|| μη καθαρόαιμος•собака -ой породы σκύλος από διασταύρωση (μπαστάρδικης ράτσας).
3. μη καθαρός, μη σωστός, μη ακριβής (για ήχο, προφορά).5. ανήθικος• ύποπτος, επιλήψιμος.6. άτιμος, βρωμερός, βρώμιος•-ое дело βρώμικη υπόθεση ή βρωμοδουλειά.
7. αμαρτωλός, ανόσιος, ανοσιουργός, ανίερος.8. πονηρός, κακός•нечистый дух ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).
9. ουσ. το ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).εκφρ.- ая силе – ο δαίμονας, ο διάβολος, ο τρισκατάρατος•на руку -ист – που έχει ροπή για κλέψιμο. -
19 окаянный
επ.1. παλ. αναθεματισμένος, αφορισμένος. || αμαρτωλός, κολασμένος.2. ως ουσ. καταραμένος, διάβολος, αντίχρηστος.
См. также в других словарях:
ἁμαρτωλός — erroneous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτωλός — ή, ό (AM ἁμαρτωλός, όν) 1. αυτός που παραβαίνει τον ηθικό νόμο, τις θείες εντολές, που διαπράττει αμάρτημα ή αδίκημα 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) με την ίδια σημασία νεοελλ. 1. αυτός που ρέπει προς την αμαρτία 2. το θηλ. ως ουσ. η αμαρτωλή… … Dictionary of Greek
αμαρτωλός — ή, ό 1. αυτός που έχει κάνει αμαρτίες: Ήταν άνθρωπος αμαρτωλός, αλλά αυτό που του ζητούσαν δίσταζε να το κάμει. 2. αυτός που κλίνει στην αμαρτία: Το ξέρουμε πως όλοι είμαστε αμαρτωλοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αμαρτωλός, Γεώργιος — (9ος αι.). Βυζαντινός χρονογράφος μοναχός. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Το επώνυμό του οφείλεται στη συνήθεια των μοναχών να ονομάζονται έτσι από μετριοφροσύνη. H χρονογραφία του διαιρείται σε τέσσερα βιβλία. Σε αυτά επικρίνει δριμύτατα… … Dictionary of Greek
ἁμαρτωλότερον — ἁμαρτωλός erroneous adverbial comp ἁμαρτωλός erroneous masc acc comp sg ἁμαρτωλός erroneous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλοτάτων — ἁμαρτωλός erroneous fem gen superl pl ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλοτέρων — ἁμαρτωλός erroneous fem gen comp pl ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλόν — ἁμαρτωλός erroneous masc/fem acc sg ἁμαρτωλός erroneous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλοτάτοιο — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλοτάτου — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλοτέροις — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)