Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αμαρτωλός

См. также в других словарях:

  • ἁμαρτωλός — erroneous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρτωλός — ή, ό (AM ἁμαρτωλός, όν) 1. αυτός που παραβαίνει τον ηθικό νόμο, τις θείες εντολές, που διαπράττει αμάρτημα ή αδίκημα 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) με την ίδια σημασία νεοελλ. 1. αυτός που ρέπει προς την αμαρτία 2. το θηλ. ως ουσ. η αμαρτωλή… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτωλός — ή, ό 1. αυτός που έχει κάνει αμαρτίες: Ήταν άνθρωπος αμαρτωλός, αλλά αυτό που του ζητούσαν δίσταζε να το κάμει. 2. αυτός που κλίνει στην αμαρτία: Το ξέρουμε πως όλοι είμαστε αμαρτωλοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμαρτωλός, Γεώργιος — (9ος αι.). Βυζαντινός χρονογράφος μοναχός. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Το επώνυμό του οφείλεται στη συνήθεια των μοναχών να ονομάζονται έτσι από μετριοφροσύνη. H χρονογραφία του διαιρείται σε τέσσερα βιβλία. Σε αυτά επικρίνει δριμύτατα… …   Dictionary of Greek

  • ἁμαρτωλότερον — ἁμαρτωλός erroneous adverbial comp ἁμαρτωλός erroneous masc acc comp sg ἁμαρτωλός erroneous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτάτων — ἁμαρτωλός erroneous fem gen superl pl ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτέρων — ἁμαρτωλός erroneous fem gen comp pl ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλόν — ἁμαρτωλός erroneous masc/fem acc sg ἁμαρτωλός erroneous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτάτοιο — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτάτου — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτέροις — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»