-
1 недоуменный
επ.αμήχανος, απόρων•недоуменный вопрос ερώτημα απορίας•
-ое выражение лица προσωπική έκφραση αμηχανίας•
недоуменный взгляд ματιά αμηχαν ίας.
См. также в других словарях:
ἀμήχαν' — ἀμήχανα , ἀμήχανος without means neut nom/voc/acc pl ἀμήχανε , ἀμήχανος without means masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)