Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αμέρωτος

См. также в других словарях:

  • αμέρωτος — η, ο [μερώνω] ο αμέρευτος* …   Dictionary of Greek

  • αμέρωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μερώθηκε, δεν καταπραΰνθηκε: Τρεις μέρες χαροπαλεύαμε κι η θάλασσα αμέρωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλάρωτος — η, ο [λαρώνω] 1. αμέρωτος, ακαλμάριστος, ανήσυχος, απαρηγόρητος 2. αγιάτρευτος, ανίατος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»