-
1 αμέρωτος
[амэротос] еж. неприрученный, дикий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμέρωτος
См. также в других словарях:
αμέρωτος — η, ο [μερώνω] ο αμέρευτος* … Dictionary of Greek
αμέρωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μερώθηκε, δεν καταπραΰνθηκε: Τρεις μέρες χαροπαλεύαμε κι η θάλασσα αμέρωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάρωτος — η, ο [λαρώνω] 1. αμέρωτος, ακαλμάριστος, ανήσυχος, απαρηγόρητος 2. αγιάτρευτος, ανίατος … Dictionary of Greek