-
1 αλυχτώ
(α) 1. αμετ. лаять; тявкать;2. μετ. накидываться с лаем (на кого-л.) -
2 αλυχτώ
havlamak, ulumak, ürümek -
3 лаять
лаятьнесов γαυγίζω, ἀλυχτώ, ὑλακτω· ◊ собак» лает \лаять ветер носит погов. λόγια χαμένα, λόγια τοῦ ἀέρος. -
4 тявкнуть
тявк||нутьсов γαυνίζω, ἀλυχτώ. -
5 брехать
брешу, брешешь, ρ.δ.(απλ.)1. γαυγίζω, αλυχτώ, υλακτώ.2. ψευδολογώ, ψεύδομαι, αραδιάζω ψέματα, ψεματίζω• λέγω ανοησίες. -
6 лаять
См. также в других словарях:
αλυχτώ — αλυχτάω / αλυχτώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αλύχτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλυχτώ — ( άω) 1. υλακτώ, γαβγίζω 2. φωνάζω, βρίζω 3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ* ΙΙ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ … Dictionary of Greek
αλυχτώ — ησα 1. μτβ., απειλώ κάποιον με γαβγίσματα: Τα σκυλιά αλυχτούσαν τους περαστικούς. 2. αμτβ., γαβγίζω: Τα σκυλιά αλυχτούσαν όλη τη νύχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλυχταίνω — αλυχτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλυχτῶ με μεταπλασμό κατά τα ρήματα σε αίνω (πρβλ. ζεσταίνω, χορταίνω, θερμαίνω)] … Dictionary of Greek
αλυχτομανώ — ( άω) 1. αλυχτώ, γαβγίζω με μανία 2. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλυχτώ + β΄ συνθ. μανώ*. ΠΑΡ νεοελλ. αλυχτομανητό, αλυχτομανιό] … Dictionary of Greek
αλυκτώ — (I) ἀλυκτῶ ( έω) (Α) [ἀλύω] βλ. αλυκτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλυκτὸς < ἀλυκ , θ. τού ρ. ἀλύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυκτάζω]. (II) ( εω) (Α ἀλυκτῶ) υλακτώ* (για νεοελλ. ερμηνεύματα βλ. αλυχτώ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακτώ, με αμοιβαία μετάθεση τών φωνηέντων υ και … Dictionary of Greek
αλυχτησιά — η [αλυχτώ] το αλύχτημα … Dictionary of Greek
αλυχτιά — η [αλυχτώ] το αλύχτημα … Dictionary of Greek
αλυχτουρώ — ( άω και έω) 1. γαβγίζω, ουρλιάζω 2. γκρινιάζω, παραπονιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίστηκε υποχωρητικά από το μσν. ἀλυχτουρυόμαι < ἀλυχτῶ + οὐρυόμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχτούρισμα] … Dictionary of Greek
αλύχτημα — το [αλυχτώ] υλακή, γάβγισμα … Dictionary of Greek
ετιά — Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. Στο χωριό σώζεται μια ενετική έπαυλη, γνωστή ως σπίτι του Μέτσου. * * * η η ιτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιτέα, με μετάθεση φωνηέντων, πρβλ. αλυχτώ <… … Dictionary of Greek