-
1 αλληλέγγυος
[аллилэнгиос] επ. солидарный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλληλέγγυος
-
2 солидарный
-
3 солидаризация
солидаризацияж τό νά τάσσεσαι ἀλληλέγγυος. -
4 солидаризацияироваться
солидаризация||и́роватьсясов и несов τάσσομαι (или γίνομαι) ἀλληλέγγυος. -
5 солидарностьый
солидарность||ыйприл ἀλληλεγγυος:\солидарностьыйое обязательство юр. ἡ ἀμοιβαία ὑποχρέωση [-ις]. -
6 солидарный
[σαλιντάρνυΤ] εκ. αλληλέγγυος -
7 солидарный
[σαλιντάρνυΤ] επ αλληλέγγυος -
8 солидаризироваться
-руюсь, -руешьсяρ.δ.κ.σ. (γραπ. λόγος) τάσσομαι αλληλέγγυος. -
9 солидарный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. αλληλέγγυος• ομόφωνος, σύμφωνος•-ое обязательство αλληλέγγυα υποχρέωση•
я -рен с докладчиком είμαι σύμφωνος με τον εισηγητή.
2. κοινός αμοιβαίος•-ая ответственность συνυπευθυνότητα.
См. также в других словарях:
αλληλέγγυος — α, ο (Α ἀλληλέγγυος, ον) αυτός που είτε από εκούσια δέσμευση είτε από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους κοινή υποχρέωση ή ευθύνη νεοελλ. 1. συνεργός, συμβοηθός, συμπαραστάτης 2. το ουδ. ως ουσ. το αλληλέγγυον η σχέση αλληλεγγύης, αμοιβαία ευθύνη,… … Dictionary of Greek
αλληλέγγυος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που μαζί με άλλον ή άλλους έχει κοινές υποχρεώσεις και ευθύνες: Οι συνέταιροι σε μια επιχείρηση είναι αλληλέγγυοι. 2. το ουδ. ως ουσ., το αλληλέγγυο η αλληλεγγύη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλεγγυώμαι — και αλληλο [αλληλέγγυος] γίνομαι αλληλέγγυος με κάποιον έναντι τρίτου, συνομολογώ με κάποιον ενοχική ή άλλη υποχρέωση έναντι τρίτου … Dictionary of Greek
αλληλεγγυότητα — η [αλληλέγγυος] 1. κοινή ευθύνη ή υποχρέωση 2. αλληλοβοήθεια, συμπαράσταση … Dictionary of Greek
αλληλεγγύη — Η ηθική ή υλική αλληλοβοήθεια ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας της· η αμοιβαία εγγύηση· η αμοιβαία σχέση δύο ή περισσότερων ατόμων με πνεύμα δικαιοσύνης και αδελφότητας που εκδηλώνεται σε πράξεις αλληλοεξυπηρέτησης. Η α. διακρίνεται… … Dictionary of Greek
καπνικαλληλέγγυος — καπνικαλληλέγγυος, ἡ (Μ) φρ. «καπνικαλληλέγγυος εἴσπραξις» ο φόρος τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνικόν, τὸ «φόρος τού καπνού» + ἀλληλέγγυος] … Dictionary of Greek
πλάγι — το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ν το πλευρικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι τού καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
πλευρό — το / πλευρόν, ΝΜΑ 1. το πλάγιο μέρος τού ανθρώπου ή ζώου, η μπάντα, το πλαϊνό (α. «μού πονάει το αριστερό πλευρό» β. «ὁ Μασιστίου ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.) 2. η πλευρά, καθένα από τα οστά τού θώρακα 3. το πλάγιο μέρος επιφάνειας … Dictionary of Greek
Μπερξόν, Ανρί — (Henri Bergson, Παρίσι 1859 – Οτέιγ, Παρίσι 1941). Γάλλος φιλόσοφος, εβραϊκής καταγωγής. Αν και προερχόταν από εβραϊκή οικογένεια, προσέγγισε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του στον καθολικισμό, αλλά έμεινε πάντα αλληλέγγυος με την εβραϊκή… … Dictionary of Greek
αλληλ(ο)- — (από την αντων. αλλήλων), α’ συνθετικό ονομάτων και ρημάτων το οποίο δηλώνει αλληλεγγυότητα: Αλληλέγγυος, αλληλογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)