Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αλιεύομαι

См. также в других словарях:

  • αλιεύομαι — αλιεύομαι, αλιεύτηκα και αλιεύθηκα, αλιευμένος βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἁλιεύομαι — ἁλιεύω fish pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιεύω — (Α ἁλιεύω) 1. είμαι αλιέας, ψαρεύω 2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα νεοελλ. 1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω 2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»