-
1 αλεπού
[алепу] ουσ. Θ. лиса,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλεπού
-
2 лиса
-
3 песец
песец м 1) η πολική αλεπού 2) (мех): голубой (белый) \песец το ρεναρμπλέ (αρζαντέ) (γούνα)* * *м1) η πολική αλεπού2) ( мех)голубо́й (бе́лый) песе́ц — το ρεναρμπλέ (αρζαντέ) (γούνα)
-
4 лиса
-ы, πλθ. лисы θ.1. η αλεπού. || γούνα αλεπουδένια.2. μτφ. άνθρωπος πονηρός, πανούργος• κόλακας.εκφρ.лиса патрикеевна – α) (στα λαϊκά παραμύθια) κυρία αλεπού, β) βλ. лиса (2 σημ.)чернобурая лиса – ρενάρ αρζαντέ•-ой прикидываться ή вертеться – προσποιούμαι, υποκρίνομαι, κολακεύω. -
5 песец
-сца α. πολική αλεπού•голубой песец η ίσατη (κυανόχρωμη πολική αλεπού).
-
6 лиса
зоол. η αλώπηξ, разг. η αλεπού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лиса
-
7 песец
зоол. η πολική αλεπού, (мех) η γούνα ρενάρ αρζαντέ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > песец
-
8 виноград
виноградм1. (растение) τό κλήμα, τό ἀμπελόκλημα, ἡ ἀμπελος:разведение \винограда ἡ ἀμπελουργία· дикий \виноград τό ἀγριό-κλημα·2. (ягоды) τό σταφύλι:сбор \винограда ὁ τρύγος· сборщик (сборщица) \винограда ὁ τρυγητής (ή τρυγήτρια)· ◊ зелен \виноградΙ δμφακες είσί!, δσα δέν φτάνει ἡ ἀλεποϋ τά κάνει κρεμαστάρια!. -
9 лиса
лисаж ἡ ἀλεποῦ, ἡ ἀλώπηξ:черно-бурая \лиса (мех) ρενάρ ὀρζαντέ. янсПий прил ὁλεπουδένιος:\лиса мех ἡ αλεπόγουνα, ἡ ἀλεπουδένια γοῦνα· \лисаья нора ἡ ἀλεποφωλιά· \лисаья шку́ра τό ἀλε-ποτόμαρο, ἡ ἀλωπεκή. -
10 лисица
лис||и́цаж ἡ ἀλεποῦ. -
11 песец
песецм1. зоол. ἡ πολική ἀλεποῦ·2. (мех) ἡ γοῦνα τῆς πολικῆς ἀλεπούς, γούνα ρενάρ:голубой (белый) \песец ρενάρ μπλε (ἀρζαντέ). -
12 лиса
[λισά] ουσ. θ. αλεπού -
13 лисица
[λισίτσα] ουσ. θ. αλεπού -
14 лиса
[λισά] ουσ θ αλεπού -
15 лисица
[λισίτσα] ουσ θ αλεπού -
16 выкурить
выкурить 1ρ.σ.μ.1. καπνίζω ως το τέλος (τσυγάρο, πούρο). || καπνίζω, τελειώνω•брат -ил сигареты ο αδερφός κάπνισε όλα τα τσιγάρα.
2. διώχνω, βγάζω έξω με τον καπνό•-ли, лису из норы έβγαλαν την αλεπού έξω από την κρύπτη με το καπνό•
-ли пчел из ульи έδιωξαν τις μέλισσες από την κυψέλη με καπνό.
καπνίζομαι• τελειώνω•все сигареты -лись όλα τα τσιγάρα τέλειωσαν (τα κάπνισαν).
выкурить 2ρ.σ.μ.παλ. αποστάζω, παίρνω με απόσταξη.αποστάζομαι. -
17 давить
давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•
житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.
|| μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.
|| μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.
|| μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.
2. σφίγγω, στενεύω•воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•
сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.
|| μτφ. αισθάνομαι βάρος•-ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•
-ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.
3. πνίγω, στραγγαλίζω•лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.
4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•давить клопов ζουπώ τους κοριούς.
|| πατώ, θανατώνω•транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.
5. °"τίβω•давить лимон στίβω το λεμόνι.
1. πνίγομαι•давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.
|| μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.5. πατιέμαι στίβομαι. -
18 курятница
-ы θ.(για ζώο, πτηνό) εχθρός των κοτών•лисица-курятница αλεπού-κοτοφάγα.
|| ορνιθοτρόφα (γυναίκα). -
19 лапчатый
επ.1. στεγανόποδος•-ая птица στεγανόποδο πτηνό.
2. παλαμοειδής.3. πεπλατυσμένος, πελματοειδής (για αγροτικό εργαλείο).εκφρ.гусь лапчатый – πονηρή αλεπού• επιτήδειος, καταφερτζής. -
20 лис
-а α.αλεπού (το αρσενικό).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… … Dictionary of Greek
Αλεπού — Sp Alepù nkt. Ap Αλεπού/Alepou L Graikija (Kerkyros s.) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
αλεπού — η ούς, και αλωπού, η και αλουπού, η 1. θηλαστικό ζώο. 2. μτφ., άνθρωπος πονηρός, πανούργος: Είναι αυτός μια αλεπού! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεπού τής θάλασσας — Σκυλόψαρο της οικογένειας των ισουριδών ή λαμνιδών, της υπόταξης των γαλεοειδών (υφομοταξία σελάχιοι). Έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένο τον επάνω λοβό του ουραίου πτερύγιου. Το συνολικό του μήκος είναι κατά μέσο όρο 2,5 μ., μπορεί όμως να φτάσει και… … Dictionary of Greek
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
αλεπάκι — και αλουπάκι, το αλεπού μικρής ηλικίας, μικρή αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. αλεπού] … Dictionary of Greek
αλεπόπουλο — το [αλεπού] 1. μικρή αλεπού 2. δόλιο, πανούργο, πονηρό παιδί παροιμία «η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δέκα» (για νέους που υπερακοντίζουν τους γεννήτορες σε γνώσεις ή πονηριά) … Dictionary of Greek
αλεπός — και αλουπός, ο η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἀλωπός «όμοιος με αλεπού» η λ. ως ουσιαστ.. με τη σημασία «αλεπού», απαντά ήδη στον Ηρωδιανό. ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπας, αλέπι, αλεποσύνη] … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
Μυθιστόρημα της Αλεπούς — (Roman de Renart). Συλλογή διηγήσεων (που ονομάστηκαν «branches») σε γαλλική γλώσσα, σε στίχους οκτασύλλαβους, που γράφτηκαν μεταξύ 12ου και 13ου αι. από διάφορους συγγραφείς και που τα κύρια πρόσωπα τους είναι ζώα Renart (η αλεπού), Ysengrin (ο… … Dictionary of Greek