-
1 αλεξίπτωτο
[алексиптото] ουσ. о. парашют.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλεξίπτωτο
-
2 парашют
-
3 парашют
το αλεξίπτωτοтормозной ав. - πέδησης/ανάσχεσης/επιβρά-δυνσηςхвостовой - ав. ουραίο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парашют
-
4 ракета
ο πύραυλ/οςатомная - ατομικός/πυρηνικός -боевая - μάχης, στρατιωτικός -научная - επιστημονικός -, ερευνητικός -неуправляемая - άνευ συστήματος ελέγχου/πλοήγησης, η ρουκέτα (ξεν.)сигнальная - η φωτοβολίδα σήμανσης/σηματοδοσίαςсоставная - см. многоступенчатая -управляемая - με σύστημα ελέγχου/πλοήγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ракета
-
5 прыгать
1. прыгать с \прыгатьом πηδώ με το αλεξίπτωτο 2. прыгать, прыгнуть πηδώ (тж. спорт.)* * *= прыгнутьπηδώ (тж. спорт.) -
6 парашют
парашютм τό ἀλεξίπτωτο[ν]. -
7 парашютный
парашют||ныйприл ἀλεξιπτω-τικός:\парашютныйный прыжок πήδημα μέ τό ἀλεξίπτωτο· \парашютныйный десант ἄγημα ἀλεξιπτωτιστών. -
8 прыжок
прыжокм τό πήδημα, τό σάλτο/ спорт. τό ἄλμα:\прыжок в высоту́ (в длину́) τό ἄλμα είς ὕψος (είς μήκος)· \прыжок с парашютом ἡ πτώση μέ τό ἀλεξίπτωτο[ν]. -
9 парашют
-а α.αλεξίπτωτο. -
10 парашютизм
-а α.αλεξιπτωτι,σμός (θεωρία κ. πράξη της πτώσης με αλεξίπτωτο).. -
11 парашютный
επ.αλεξιπτωτικός, του αλεξίπτωτου του αλεξιπτωτιστή•парашютный десант άγημα αλεξιπτωτιστών•
парашютный прыжок πήδημα με αλεξίπτωτο.
-
12 прыгать
ρ.δ.1. πηδώ•прыгать с парашютом πηδώ με το αλεξίπτωτο•
прыгать на одной ноге πηδώ με το ένα πόδι.
|| αναπηδώ•мяч -ет το τόπι αναπηδά.
2. μτφ. ανασκιρτώ•-ло сердце ανασκιρτούσε η καρδιά•
прыгать от радости ανασκιρτώ (πηδώ, χορεύω, πετώ) από τη χαρά.
|| πάλλω, τρέμω, παίζω. -
13 прыжок
-жка α. άλμα, πήδημα• σάλτο•прыжок в высоту άλμα σε ύψος•
прыжок в длину άλμα σε μήκος•
прыжок через перекладину άλμα επι κοντώ•
прыжок сверху вниз πήδημα από πάνω προς τα κάτω•
прыжок с парашютом πήδημα με το αλεξίπτωτο.
См. также в других словарях:
αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο … Dictionary of Greek
αλεξίπτωτο — το συσκευή για την ομαλή κάθοδο στο έδαφος ανθρώπων ή πραγμάτων: Στα αποκλεισμένα χωριά έριξαν τρόφιμα με αλεξίπτωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεξιπτωτιστής — ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί αλεξίπτωτο. 2. Στρ. στρατιωτικός εφοδιασμένος με αλεξίπτωτο κι εκπαιδευμένος έτσι ώστε να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις από αέρος (αεραποβάσεις). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξίπτωτο. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek
αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα … Dictionary of Greek
αλεξιπτωτισμός — ο (Αθλ.) το αεράθλημα τής καθόδου με αλεξίπτωτο από μεγάλο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξίπτωτο + κατάλ. ισμός. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ., γαλλ. parachutisme] … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
αερολέσχη — Κέντρο όπου εκπαιδεύονται πιλότοι της πολιτικής αεροπορίας. Μέλη της α. έχουν ιδιαίτερη επίδοση στην πτήση με αεροπλάνα χωρίς κινητήρα ή στην πτώση με αλεξίπτωτο ή και στην κατασκευή μοντέλων αεροσκαφών (βλ. λ. αερομοντελισμός). Οι α.… … Dictionary of Greek
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek
πάππος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολλοί τον ταυτίζουν με τον Χύτρωνα της Κύπρου, που χειροτόνησε τον Επιφάνιο. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Ιουνίου. * * * ο, ΝΜΑ, πάπος, Α 1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο… … Dictionary of Greek
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
αγαμίδες — (agamidae). Οικογένεια ερπετών της τάξης των λεπιδωτών (υποτάξη σαυροειδή). Ένα από τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τα ζώα αυτά είναι τα δόντια τους που είναι τοποθετημένα στην άκρη των σιαγόνων και διακρίνονται σε κυνόδοντες, κοπτήρες και… … Dictionary of Greek